«O κόσμος δεν έχει πάρει τα μαθήματα από τη χρηματοπιστωτική κρίση», είναι ο τίτλος δημοσιεύματος του Economist, με αφορμή τη συμπλήρωση αυτό τον μήνα 10 ετών από την κατάρρευση της Lehman Brothers. «Οι τράπεζες είναι πιο ασφαλείς, αλλά πολλά από όσα πήγαν στραβά το 2008 θα μπορούσαν να συμβούν ξανά» είναι ο υπότιτλος.
Αναλυτικά το δημοσίευμα του Economist έχει ως εξής:
«Όταν οι ιστορικοί ανατρέξουν στις αρχές του 21ου αιώνα, θα διαπιστώσουν δύο σεισμικά σοκ. Το πρώτο ήταν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2011, το δεύτερο η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία ξέσπασε τον Σεπτέμβριο πριν από δέκα χρόνια με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Η 11η Σεπτεμβρίου οδήγησε σε πολέμους, η χρεοκοπία της Lehman σε ένα οικονομικό και πολιτικό ξεκαθάρισμα. Όπως οι πόλεμοι συνεχίζονται, έτσι και το ξεκαθάρισμα κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει.
Η Lehman χρεοκόπησε μετά την απώλεια κεφαλαίων της σε τοξικά δάνεια και ομόλογα που συνδέονταν με την αμερικανική αγορά ακινήτων. Η κατάρρευσή της προκάλεσε χάος. Το εμπόριο μειώθηκε σε κάθε χώρα, για την οποία δίνει στοιχεία ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Οι πιστώσεις στην πραγματική οικονομία μειώθηκαν, κατά 2 τρισ. δολάρια μόνο στην Αμερική. Για να μειώσουν το χρέος τους, οι κυβερνήσεις κατέφυγαν στη λιτότητα. Έχοντας εξαντλήσει το περιθώριο μείωσης των επιτοκίων, οι κεντρικοί τραπεζίτες στράφηκαν στην ποσοτική χαλάρωση (δημιουργώντας χρήμα για την αγορά ομολόγων).
Όπως ακριβώς τα αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν πολλά και διαφορετικά, έτσι ήταν και οι συνέπειές της. Προκάλεσε τη σημερινή λαϊκιστική άνοδο, εγείροντας ερωτήματα για την εισοδηματική ανισότητα, την ανασφάλεια των θέσεων εργασίας και την παγκοσμιοποίηση. ‘Αλλαξε, όμως, και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το ερώτημα είναι: Το άλλαξε αρκετά;
Ένας τρόπος – ο λανθασμένος – για να κριθεί η πρόοδος, θα ήταν να περιμένει κανείς ότι θα τελειώσουν οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Οι συστημικές τραπεζικές καταρρεύσεις αποτελούν χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιστορίας. Το ΔΝΤ υπολόγισε 124 τέτοιες καταρρεύσεις από το 1970 έως το 2007. Δεν υπάρχει ερώτημα ότι θα συμβούν ξανά, και μόνο για τον λόγο ότι στις καλές εποχές επικρατεί ο εφησυχασμός. Σκεφθείτε ότι η κυβέρνηση του Τραμπ συρρικνώνει το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα στη διάρκεια της οικονομικής ανόδου και ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν έχει αυξήσει ακόμα τις αντικυκλικές κεφαλαιακές υποχρεώσεις των τραπεζών. Ακόμη και όταν επικρατεί η σύνεση, καμία ρυθμιστική Αρχή δεν μπορεί να κρίνει τέλεια τους κινδύνους.
Ένα καλύτερο τεστ είναι αν η πιθανότητα και το μέγεθος των κρίσεων μπορεί να μειωθεί. Σε αυτό, τα νέα είναι και καλά και κακά. Πρώτα, τα καλά. Οι τράπεζες πρέπει τώρα να κεφαλαιοποιούνται με περισσότερο μετοχικό κεφάλαιο και λιγότερο χρέος. Εξαρτώνται λιγότερο από τις συναλλαγές τίτλων για τα κέρδη τους και από τον βραχυπρόθεσμο διατραπεζικό δανεισμό για να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους. Ακόμη και στην Ευρώπη, όπου λίγες τράπεζες έχουν μεγάλα κέρδη, το σύστημα είναι συνολικά ισχυρότερο από ότι ήταν. Οι ρυθμιστικές Αρχές έχουν ενισχύσει την εποπτεία τους, ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα που είναι πολύ μεγάλα για να χρεοκοπήσουν. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, οι τράπεζες υπόκεινται σε τακτικές ασκήσεις αντοχής (stress tests). Οι αγορές παραγώγων, του τύπου που προκάλεσαν την πτώση της ασφαλιστικής εταιρείας AIG, είναι μικρότερες και πιο ασφαλείς. Οι αναθεωρημένες πολιτικές αμοιβών θα πρέπει να αποτρέπουν μία επανάληψη της αδικίας, με τους τραπεζίτες να ενθυλακώνουν τεράστια πακέτα αμοιβών – το 2009 το προσωπικό των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών είχε εξασφαλίσει το ποσό των 114 δισ. δολαρίων.
Ωστόσο, είναι πολλά που δεν έχουμε διδαχθεί. Για παράδειγμα, πάρτε τα λάθη των υπεύθυνων για τις πολιτικές μετά την κρίση. Το κράτος δεν είχε άλλη επιλογή από το να στηρίξει τις τράπεζες που αποτύγχαναν, αλλά πήρε την λάθος απόφαση να εγκαταλείψει ουσιαστικά τα χρεοκοπημένα νοικοκυριά. Ίσως 9 εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τα σπίτια τους στην ύφεση και η ανεργία αυξήθηκε κατά περισσότερο από 8 εκατομμύρια. Ενώ τα νοικοκυριά πλήρωναν τα χρέη τους, η καταναλωτική δαπάνη συνετρίβη.
Χρειάσθηκαν δέκα ολόκληρα χρόνια για μπορέσουν τα μέτρα στήριξης να ξανακάνουν υγιή την αμερικανική οικονομία. Πολλές από τις οικονομίες της Ευρώπης συνεχίζουν να υποφέρουν από ασθενή ζήτηση. Η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική θα μπορούσαν να είχαν κάνει περισσότερα και νωρίτερα για να φέρουν την ανάκαμψη. Συγκρατήθηκαν από ως επί το πλείστο λανθασμένες ανησυχίες για το κρατικό χρέος και τον πληθωρισμό. Το γεγονός ότι αυτή η αποτυχία δεν αναγνωρίζεται ευρύτερα δεν είναι καλό για την αντίδραση της πολιτικής την επόμενη φορά. Η στασιμότητα τροφοδότησε, αναπόφευκτα, τον πληθωρισμό. Και ο λαϊκισμός έκανε πιο δύσκολη την αντιμετώπιση των πραγματικών μακροπρόθεσμων προβλημάτων που έφερε στην επιφάνεια η κρίση. Τρία ξεχωρίζουν: η στέγαση, ο δανεισμός σε δολάρια εκτός των ΗΠΑ και το ευρώ.
Η ακριβής μορφή της επόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι αβέβαιη – διαφορετικά θα αποφευγόταν, ασφαλώς. Ωστόσο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι πιθανό να αφορά τα ακίνητα. Οι πλούσιες χώρες δεν συμβίβασαν ποτέ σωστά την επιθυμία για στήριξη της ιδιόκτητης κατοικίας με την ανάγκη να αποφευχθούν επικίνδυνες εκτινάξεις των δανείων στα νοικοκυριά, όπως στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000. Στην Αμερική, η απροθυμία να αντιμετωπισθεί αυτό σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι εγγυώνται το 70% όλων των νέων στεγαστικών δανείων. Παντού, οι ρυθμίσεις ενθαρρύνουν τις τράπεζες να δανείζουν με ενέχυρο ακίνητα αντί να δίνουν δάνεια σε επιχειρήσεις. Ο κίνδυνος θα μετριασθεί μόνο, όταν οι πολιτικοί υιοθετήσουν ριζικές μεταρρυθμίσεις, όπως η μείωση του δανεισμού των νοικοκυριών με υποθήκες που επιμερίζουν τον κίνδυνο ή μόνιμους περιορισμούς στο ύψος των δανείων σε σχέση με την αξία τους. Στην Αμερική, οι φορολογούμενοι πρέπει να σταματήσουν την κακή δραστηριότητα να εγγυώνται τα στεγαστικά δάνεια. Δυστυχώς, οι λαϊκιστές δεν είναι πιθανό να τα βάλουν με τους ιδιοκτήτες ακινήτων.