Οι νέοι των “Ελεύθερων Αγωνιζόμενων Ελλήνων” είχαν το θάρρος να δημιουργήσουν μια κατάσταση εναντίον της δικτατορίας, που δεν μπόρεσαν οι μεγάλοι. Αν η αντίσταση στην κατοχή είναι η ιστορία της νεότερης Ελλάδος, η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι η έκφραση ανάτασης των Ελλήνων όλων των ιδεολογιών και των πολιτικών αποχρώσεων, που συνειδητά συνεργάσθηκαν ακούγοντας το “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο…” για την ανατροπή των Συνταγματαρχών.
Το γεγονός έγινε αντικείμενο αλληλοσυγκρουόμενων σχολίων και ερμηνειών, άλλα με θετικά και άλλα με αρνητικά αποτελέσματα. Δεν ξεχνιέται φυσικά ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός και είναι προδοσία για όσους προτρέπουν, να ατονίσει και να ελαχιστοποιηθεί η προβολή της μνήμης και της φωνής του Πολυτεχνείου. Αν αυτός που από πατριωτισμό ή από ένστικτο, αποφάσιζε να θυσιαστεί για την υπεράσπιση των ιδανικών της ελευθερίας, ήξερε ότι την επομένη θα ηγνοείτο, δεν θα ’κανε καμιά θυσία κι έτσι θα ήταν άγνωστο “το παράδειγμα προς μίμησιν”.
Το ξέσπασμα του Πολυτεχνείου ήταν πρωτοφανές και αδιανόητο για τους μεγάλους της εποχής. Ο καθένας μπορεί να σκεφθεί, ότι υπήρξε ξένος δάκτυλος ή εξυπηρετούντο συμφέροντα πολιτικών εντός και εκτός επικράτειας. Ας μην απατώμεθα, όμως, μετέπειτα, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ότι μερικοί επεδίωξαν την εκμετάλλευση του Πολυτεχνείου προς επίτευξιν ιδίων και αλλοτρίων συμφερόντων.
Το ερώτημα δεν απαντήθηκε πειστικά, γιατί η εξέγερση του Πολυτεχνείου της 17ης Νοεμβρίου 1973 συνέπεσε ημερολογιακώς με την τρομοκρατική οργάνωση της “Δεκαεφτά Νοέμβρη” με τις θολές και βίαιες πράξεις της.
Πολλοί προσπάθησαν, ν’ αποσυνδέσουν αυτές τις δύο καταστασεις του μεταδικτατορικού βίου της χώρας αναποτελεσματικώς.
Το τι έκαναν οι πολιτικοί με το Πολυτεχνείο, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, δεξιότεροι και αριστερότεροι το μάθαμε στα μετέπειτα χρόνια, όταν βγήκαν στην επιφάνεια “επιταγές προς εξαργύρωσιν”. Υπήρξαν πολλοί, που απείχαν απ’ το παιχνίδι καθώς αντελήφθησαν, ότι εξελίσσετο σε “τζόγο”. Αρκετοί αυτής της γενιάς έφτασαν στην εξουσία, έμειναν για καιρό σε υπουργικά έδρανα και μερικοί απ’ αυτούς δεν πρέπει να αισθάνονται ικανοποίηση και περηφάνεια, για όσα έκαναν που δεν ανταποκρίνονταν στις φωνές, που ακούγαμε εκείνο το βράδυ για “ελευθερία, ψωμί και παιδεία”.
Δεν είναι απαραίτητο ν’ αναφερθούμε σε πρόσωπα. Είναι μικρός ο τόπος και γνωστοί, λίγο ως πολύ, εκείνοι, που εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση, ενώ οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, αποστασιοποιημένοι μελαγχολούν με τους ψευτοσυναισθηματισμούς και τις εξάρσεις.
Οσον αφορά για τις πορείες, που συνεχίζονται κάθε χρόνο έχουν χαρακτηρισθεί ότι ευτελίζουν το γιορτάσιμο του Πολυτεχνείου και όσα παρακολουθούμε το “εορταστικό τριήμερο” βλέπουμε, ότι δεν περιποιεί τιμήν ούτε εκδήλωση μνήμης των θυμάτων.
Οι διανοούμενοι, όσοι απ’ τους πρωταγωνιστές ιδιωτεύουν ας μεριμνήσουν να περιορισθεί ο γνωστός τρόπος των πορείων και να βρεθεί άλλο μέσον ουσιαστικού εορτασμού της μνήμης του Πολυτεχνείου μονοήμερο και όχι τριήμερο.