Τὸ ἐρώτημα δὲν σχετίζεται μὲ τὸ θέμα τῶν ψευδῶν εἰδήσεων τὸ ὁποῖο, κατὰ τὸ τελευταῖο ἰδίως διάστημα, ἔχει γίνει ἀντικείμενο προβληματισμοῦ καὶ συζητήσεων ὄχι μόνο στὸν τόπο μας ἀλλὰ καὶ διεθνῶς. Τὸ προκάλεσε ξεφύλλισμα ἐφημερίδων οἱ ὁποῖες εἶχαν τυπωθεῖ πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Μιὰ ἐφημερίδα, εἶναι γνωστὸ αὐτό, ἀπευθύνεται στοὺς ἀναγνῶστες της δημοσιεύοντας, ἐκτὸς ἄλλων, εἰδήσεις, σχόλια, ἀπόψεις, κρίσεις γύρω ἀπὸ θέματα τῆς ἐπικαιρότητας κυρίως. Πρόκειται ὅμως γιὰ «ἐπικαιρότητα» πολὺ βραχύβια, ἀφοῦ κινδυνεύει νὰ ἐκπνεύσει ἀκόμη καὶ μὲ τὸ ξημέρωμα τῆς ἑπόμενης μέρας. Στὴ νομοτέλεια αὐτὴ ὑποτάσσονται οἱ ἐφημερίδες, οἱ ὁποῖες, κατὰ τὴν ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιεῖται, ἀναγκάζονται νὰ «κυνηγοῦν» τὴν εἴδηση χωρὶς διακοπή.
Ἡ ἐφημερίδα δὲν εἶναι δημιούργημα τῆς νεότερης ἐποχῆς. Ὡς λέξη ἔχει τὴν καταγωγή της στὴν ἀρχαιότητα καὶ δηλώνει τὸ ἔντυπο (παλιὰ τὸ χειρόγραφο) ποὺ καλύπτει γεγονότα μιᾶς ἡμέρας, γιατὶ ἡ ἑπόμενη θὰ φέρει καινούργια, ποὺ θὰ πάρουν τὴ δική τους θέση σὲ κάποια σελίδα. Καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν «ἐφημερίδες», οἱ ὁποῖες ὅμως εἶχαν ἄλλο περιεχόμενο καὶ ἄλλη ἀποστολὴ σὲ σχέση μὲ τὶς σημερινές. Ἐπρόκειτο γιὰ ὑπομνήματα μὲ τὰ συμβάντα τῆς ἡμέρας, ἰδίως προκειμένου γιὰ στρατιωτικὰ θέματα. Ἀπὸ τέτοιες ἐφημερίδες, π. χ., ἀντλοῦνται σήμερα εἰδήσεις γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ὅπως βεβαιώνουν ἀρχαῖοι συγγραφεῖς. Μάλιστα, ὁ Ἀθήναιος στὸ ἔργο του «Δειπνοσοφισταὶ» μνημονεύει τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ ἔγραφαν τὶς ἐφημερίδες τοῦ Ἀλέξανδρου: «Εὐμένης ὁ Καρδιανὸς καὶ Διόδοτος ὁ ᾿Ερυθραῖος». Ἐφημερίδες ὀνομάζονταν καὶ «ἡμερολόγια», βιβλία στὰ ὁποῖα ἔγραφαν καθημερινοὺς λογαριασμούς. Καὶ ἐπειδή, ὅπως φαίνεται, πάντοτε ὑπῆρχαν ἀπατεῶνες, ὁ Πλούταρχος («Περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι» 829d, 2) φρόντισε νὰ δώσει συμβουλὴ στοὺς εὔπιστους: «ψεύδονται δὲ μᾶλλον οἱ δανείζοντες καὶ ῥᾳδιουργοῦσιν ἐν ταῖς ἑαυτῶν ἐφημερίσι, γράφοντες ὅτι τῷ δεῖνι τοσοῦτον διδόασιν, ἔλαττον διδόντες» – ὅσοι δάνειζαν ἄλλους σημείωναν στὶς «εφημερίδες» τους, δηλαδὴ σὲ κάποιο τεφτέρι, ποσὸ μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δάνεισαν.
Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας, δὲν ἄλλαξαν πολλὰ πράγματα. Στὸ Λεξικὸ «Σούδα» τοῦ δέκατου αἰώνα ὁρίζεται ὅτι ἐφημερίδα εἶναι ἡ «τῶν ἐφ’ ἑκάστης ἡμέρας συμπιπτόντων ἀπογραφή». Τὸν ὁρισμὸ αὐτὸ ἐπανέλαβε τὸν 12ο αἰώνα ὁ χρονογράφος Ἰωάννης Ζωναρᾶς: «ἐφημερίς· ἡ τῶν ἐφ’ ἑκάστης ἡμέρας συμπιπτόντων ὑπογραφή».
Ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ τὴν ὁποία ἔφερε στὴν ἀνθρωπότητα ἡ ἐφεύρεση τοῦ Γουτεμβέργιου ἐπηρέασε πρῶτα τὴν παραγωγὴ βιβλίων, τὰ ὁποῖα ἀπὸ χειρόγραφα ἔγιναν πλέον ἔντυπα. Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ ἐμφανιστοῦν καὶ οἱ ἐφημερίδες, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦσαν στὴν ἐνημέρωση τῶν ἀνθρώπων γιὰ τρέχοντα, ἐπίκαιρα θέματα. Ὡς πρὸς τὶς ἑλληνικές, οἱ πρῶτες τυπώθηκαν πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἔξω ἀπὸ τὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, ἐνῶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης ἐμφανίστηκαν καὶ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο (Καλαμάτα, Γαλαξίδι, Μεσολόγγι, Ὕδρα, Ἀθήνα). Μορφὴ ἐφημερίδων ἦταν καὶ οἱ προκηρύξεις ποὺ συντάχθηκαν στὸ ξεκίνημα τῆς Ἐπανάστασης.
Ἡ σημασία τῶν ἐφημερίδων γιὰ τὸν ὑπόδουλο Ἑλληνισμὸ ἐξαίρεται σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Κοραῆ πρὸς τὸν Νεόφυτο Βάμβα τὸ 1821. Μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε: «Οἱ ἐξ Εὐρώπης ἐλθόντες ὁμογενεῖς ἔφεραν μαζῆ των τυπογραφίας· συστήσετε λοιπὸν ἀμέσως ἐφημερίδας εἰς ἔκδοσιν εἰδήσεων (…) περιγράψετε τὰ πάνδεινα ὅσα δοκιμάζομεν, ἀποδείξετε ὅτι ἀπεφάσισαν νὰ μᾶς περάσωσιν ἅπαντας ἐν στόματι μαχαίρας (…) Διὰ τῶν ἐφημερίδων καὶ διὰ τῶν ἱεροκηρύκων ἐμπορεῖτε νὰ ἐξάψετε γενικὸν ἐνθουσιασμόν».
Ὅλων αὐτῶν τῶν ἐντύπων τὸ περιεχόμενο δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸ περιεχόμενο ὅσων ἐφημερίδων ἐκδόθηκαν ἀπὸ τότε μέχρι καὶ σήμερα. Μὲ ἕδρα τὴν Ἀθήνα ἀλλὰ καὶ ἐπαρχιακὲς πόλεις ἀπευθύνθηκαν καὶ ἀπευθύνονται σὲ ἑκατομμύρια ἀναγνῶστες ἀποκτώντας ἔτσι μεγάλη δύναμη. Δὲν εἶναι οὔτε τυχαῖο οὔτε ὑπερβολικὸ τὸ ὅτι ὁ Τύπος (ὅπως μὲ ἄλλη λέξη χαρακτηρίζονται συνολικὰ αὐτὰ τὰ ἔντυπα) ἔχει καταστεῖ ἡ τέταρτη ἐξουσία στὸ πλαίσιο τῆς λειτουργίας τῆς Πολιτείας. Καὶ σήμερα ἀλλὰ καὶ παλαιότερα ἦταν δυνατὸν μιὰ ἐφημερίδα μὲ ἕνα ἄρθρο της, μὲ μία ἀποκάλυψη νὰ ὁδηγήσει σὲ παραίτηση ὁλόκληρη τὴν κυβέρνηση. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ πολλοὺς ὁ Τύπος θεωρεῖται ὄχι ἡ τέταρτη ἀλλὰ ἡ πρώτη ἐξουσία, κάτι ποὺ ἐνισχύει ἢ καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴ δύναμη τὴν ὁποία ἔχει ἀποκτήσει. Στὶς μέρες μας βέβαια ἔχουν προστεθεῖ καὶ ἄλλα μέσα ἐνημέρωσης, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.
Τὸ ἂν ὅσα διαβάζουμε στὶς ἐφημερίδες εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα ἀπασχολεῖ ὄχι μόνο τοὺς δύσπιστους – καὶ δικαιολογημένα. Πολλοὶ τομεῖς τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἐπηρεάζονται δραστικὰ ἀπὸ τὴ θέση ποὺ παίρνουν οἱ πολίτες ἀπέναντι στὰ ἀντίστοιχα θέματα. Καὶ ἡ θέση αὐτὴ διαμορφώνεται μὲ βάση τὴν πληροφόρηση ποὺ ἔχουν, πηγὴ τῆς ὁποίας εἶναι ὅσα γράφουν οἱ ἐφημερίδες.
Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγραψα στὴν ἀρχή. Δυνάμωσε μέσα μου, ὅταν ξεφύλλιζα ἐκεῖνες τὶς παλιὲς ἐφημερίδες. Θὰ ἐξηγήσω γιατί.
Εἶδα (δηλαδὴ διάβασα πάλι) ὅτι εἶχαν γράψει πολλὰ καὶ ποικίλα, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ὁποίων δὲν ὑπῆρχε περιθώριο ἀμφιβολίας. Ἀγγελίες γιὰ τὸ θάνατο συνανθρώπων μας ἢ γιὰ γάμους ἢ γιὰ μνημόσυνα, εἰδήσεις γιὰ σεισμοὺς καὶ τροχαῖα δυστυχήματα καὶ καταστροφὲς ἀπὸ καιρικὰ φαινόμενα, ἀποτελέσματα ἀθλητικῶν συναντήσεων, ρεπορτὰζ ἀπὸ μουσικὲς καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις, ἀριθμοὶ ποὺ κέρδιζαν σὲ κληρώσεις λαχείων ἔλεγαν ἀσφαλῶς τὴν ἀλήθεια. Καὶ τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι διακρίνονταν ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τοῦ «ἐφήμερου», δηλαδὴ τοῦ προσωρινοῦ, ἐκείνου ποὺ διαρκεῖ ἢ ἔχει ἐνδιαφέρον γιὰ πολὺ λίγο – ὅσο κρατάει μιὰ μέρα.
Στὶς περισσότερες σελίδες ὑπῆρχε κυριαρχία ἄλλων θεμάτων. Σὲ θέση περίοπτη μεγαλόσχημοι κάθε λογῆς δὲν ἄφηναν ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ποιοί ἔχουν τὴν πρωτοκαθεδρία. Ἐδῶ ἀρχηγοὶ κρατῶν καὶ κυβερνήσεων, ἐκεῖ ὑπουργοὶ καὶ βουλευτὲς καὶ στρατηγοί, παραδίπλα δήμαρχοι καὶ δεσποτάδες ἀνακατεμένοι μὲ παρατρεχάμενους: τμηματάρχες καὶ προέδρους, συμβούλους καὶ γραμματεῖς, ὑπηρέτες «πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας». Μὲ τὶς φωτογραφίες τους νὰ φανερώνουν πὼς πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους εὐγενικούς, σοβαρούς, ὑπεύθυνους, αἰσιόδοξους καὶ μὲ ὁράματα γιὰ τὸ μέλλον ὅλων μας. Μὲ ὕφος αὐτοκρατορικὸ οἱ μέν, οἱ ἄλλοι μὲ τὴν περπατησιὰ ποὺ διαλαλεῖ τὴν παντοδυναμία τῆς ἐξουσίας. Τὰ ἐπιβεβαίωναν αὐτὰ καὶ μὲ τὶς ἐξαγγελίες τους: γιὰ κάθε πρόβλημα εἶχαν βρεῖ τὴ λύση του, εἶχαν δρομολογήσει ἐξελίξεις ποὺ ὁδηγοῦσαν μὲ σιγουριὰ στὴν κοινὴ εὐημερία. Θὰ κατασκευάζονταν δρόμοι καὶ λιμάνια καὶ ἀεροδρόμια, σχολεῖα καὶ νοσοκομεῖα θὰ ἄρχιζαν νὰ λειτουργοῦν σὰν καλοφτιαγμένο ρολόι, ἡ φτώχεια καὶ ἡ φοροδιαφυγὴ θὰ ἀποτελοῦσαν μακρινὸ παρελθόν, τὰ πορτοφόλια θὰ ἦταν γεμάτα χρῆμα – ἐξαγγελίες γιὰ ἐπίγειο παράδεισο μὲ εὐτυχισμένους κατοίκους. Καὶ δὲν παρέλειπαν, βέβαια, νὰ λένε πὼς χάρη σ’ αυτοὺς σώθηκε ὁ κόσμος, γιατὶ ἦταν οἱ ἀντίπαλοί τους ποὺ εἶχαν ὁδηγήσει τὴ χώρα στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου.
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα μοῦ θύμισαν οἱ ἐφημερίδες ποὺ εἶχα μπροστά μου. Καὶ τότε σκέφτηκα πώς, ὅταν τὶς εἶχα πρωτοδιαβάσει, μοῦ ἔδιναν τὴν ἐντύπωση ὅτι ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια. Τώρα πιὰ ὅμως, ὕστερα ἀπὸ πέντε, δέκα, εἴκοσι χρόνια, ἀποκαλύπτεται μιὰ ἄλλη ἀλήθεια, ἡ πραγματική. Πολλὰ στὸ μεταξὺ ἄλλαξαν: κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐξουσίαζαν τὴν τύχη μας δὲν εἶναι πιὰ στὴ ζωή, ἄλλοι ζοῦν στὴν ἀφάνεια παροπλισμένοι, ἄλλοι παλεύουν μὲ τὴ μοναξιά τους, πολλοὶ κυκλοφοροῦν μὲ ἄσπρα ἢ καθόλου μαλλιά, ὅλοι αὐτοὶ ὅμως ἀπολαμβάνουν τοὺς καρποὺς τῆς προσφορᾶς των μένοντας μακριὰ ἀπὸ τοὺς «κοινοὺς θνητοὺς» τοὺς ὁποίους θέλησαν νὰ ὑπηρετήσουν καὶ νὰ σώσουν. Μακριά καὶ ἀπὸ τὴν ἐξουσία, τὴν ὁποία ἴσως νόμιζαν πὼς θὰ νέμονται γιὰ πάντα.
Ἤμουν πιὰ βέβαιος: οἱ ἐφημερίδες λένε τὴν ἀλήθεια. Ἡ ὁποία, ὅπως κι αὐτές, εἶναι ἐφήμερη. Ἐμεῖς, οἱ ἀναγνῶστες, κάνουμε τὸ «λάθος» νὰ τὶς διαβάζουμε τὴν ἡμέρα ποὺ κυκλοφοροῦν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν «ἀλήθεια» νὰ πορευόμαστε πρὸς τὸ μέλλον. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε βρεῖ τὸν τρόπο νὰ τὶς μελετᾶμε ὕστερα ἀπὸ χρόνια, τότε πού, κατὰ τὸν ὑμνωδό, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ χρόνου ὁ ὁποῖος ἔχει περάσει, «βίβλοι διανοίγονται καὶ τὰ κρυπτὰ δημοσιεύονται». Τότε ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει «τὰ ψεύτικα τὰ λόγια, τὰ μεγάλα». Καὶ θὰ ἦταν πολὺ ὡραῖο καὶ ἐξαιρετικὰ χρήσιμο νὰ διέθεταν οἱ ἐφημερίδες σελίδες στὶς ὁποῖες θὰ ἐπαναλάμβαναν τὶς παλιὲς εἰδήσεις, γιὰ νὰ μαθαίνει ὁ ἀναγνώστης, ἔστω καὶ καθυστερημένα, τὴν Ἀλήθεια. Καὶ γιὰ νὰ μὴ συμβαίνει αὐτὸ ποὺ κάποιος εἶχε πεῖ, ὅτι ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια κανένας δὲν θὰ θυμᾶται τί εἶχε συμβεῖ, ἀκόμη καὶ μὲ θέματα ζωῆς καὶ θανάτου.