Τα έμαθες αδερφοχτέ, τα άλλα τα μαντάτα;
να οδηγήσω δε μπορώ, δε βγαίνω μπλιο στη στράτα.
Η μια μου χέρα άχρηστη, για ένα μήνα θάναι
κι υστερνά είντα θα γενώ, ευχή Γιαννιό μου κάνε.
Μα μη θαρρείς σε περγελώ, ειντά ‘παθα θα μάθεις,
εγλύστρησα ο άμοιρος, ποτέ σου μην το πάθεις.
Τη χέρα θέκα στήριγμα, μη σπάσω το κεφάλι,
μα ο καρπός μ’ εράησε και τύχη είχα πάλι.
Ντε λόγ’ ακτίνες ήβγαλα, εμάθαμε ειντά ‘χω,
τη βάλαμε σε νάρθηκα, σαράντα μέρες θα ‘χω.
Τσι φίλους τ’ Αννουσάκειου, μάτι κακό μας είδε
και ούλοι κάτι πάθαμε, μα γροίκα, δώθε κείδε.
Ο Παντελής με κωλικό, πέρασε μέγα πόνο,
με έρπη ξύπνησα εγώ, τρεις μήνες είχα μόνο.
Επόναγα, τρελάθηκα, να κάνω ‘θελα φόνο,
και η κυρά μ’ εθώραγε, σαν το κερί να λιώνω.
Ο έρπης σαν επέρασε, με πιάσανε ιλίγγοι,
ο κόσμος όλος σβούριζε, σουβλίζαν οι μηνίγγοι.
Μα το κακό ετρίτωσε, σαν έριξα τη γλίστρα,
τη χέρα μου τη ράισα, δεν πάω μπλιο στην πλύστρα.
Σειρά επήρ’ η Βιργινιώ, στήθος όντ’ εβάρεσε,
που τρέλες φαίνετ’ έκανε κι απ’ το κρεβάτ’ έπεσε.
Η Πόπη την έπαθε ευτύς κι έπεσε στην αυλή της,
κούτελο πόδ’ εβάρεσε, γλύτωσ’ η κεφαλή της.
Ζήλεψε θέλει η Λενιώ και στους γιατρούς πηγαίνει,
θυρεοειδής παιδεύει την, από ζερβά μας βγαίνει.
Γι αυτό λέω αδερφοχτέ, μας έχουνε φταρμίσει,
σύναξη επιβάλλεται κι όποιος, πρωτομεθύσει.
Φιλώ σε κι αγαπώ σε