Κι αν εταλαιπωρηθήκαμε, αγχωθήκαμε, ψυχοτρεμουλιάσαμε, φοβηθήκαμε, ελπίσαμε και πολλά τέτοια τον τελευταίο μήνα και ξέχωρα την τελευταία εβδομάδα για να μην πω το τελευταίο τριήμερο που παιζόταν στις αίθουσες κινηματογράφων η υπερπαραγωγή, «Ελλάς το μεγαλείο σου».
Ωωχ, ακόμα δεν μπορώ να χαλαρώσω και περνάω σε απόσταση βολής από το τυφλοκούτι μην πα και ξεχάσανε τίποτις και με πάρει ξώφαλτσα η καταιγίδα υποσχέσεων και τρομολαγνίας που κόμα σφυρίζουν στ’ αυτιά μου.
Ελα, λοιπόν, έτσι για εκτόνωση, κάτσε δίπλα μου κι άκου να σου πω μια απ’ τις πολλές ιστορίες-εμπειρίες μου, έξ’ από δω.
Θάναι, όχι θάναι, είναι, τριάντα χρόνια ακριβώς σα βρέθηκα με την Ευρυδίκη τη θυγατέρα μου στην Καρπιντερία, ένα γραφικό χωριουδάκι κάτι χιλιάδων κατοίκων στην Καλιφόρνια, δυο ώρες με το αυτοκίνητο βόρεια του Λος-Άντζελες και δυο ώρες νότια της Σάντα Μπάρμπαρα. Στο σπίτι της Αμερικάνας γυναίκας μου (σιγά μη το ακούσει η εδώ γυναίκα μου που κλείσαμε προ δεκαημέρου τα πενήντα δύο πρώτα, συναπτά έτη ειρηνικής συμβίωσης) της Φύλης η οποία μας φιλοξενούσε επί ένα σχεδόν μήνα.
Καθ’ ότι Κρητικοποιημένος όμως ελόγου μου, με έπιασε το φιλότιμο να της κάνω σε ένα ακριβό εστιατόριο το τραπέζι. Γνωρίζουσα όμως το διαφανές πορτοφόλι μου, δεν δεχότανε και στην επιμονή μου, (είδες θράσος;) λέει.
– Θα μου κάνεις ένα Ελληνικό φαγητό καλύτερα. Εδώ, σπίτι μου.
Συμφώνησα χωρίς να πιαστούμε στα χέρια.
– Να μου κάνεις μουσάκα, είπε ενθουσιώδης.
– Μα δεν ξέρω, είπα περίλυπος.
– Τι ξέρεις.
– Κεφτέδες, κραύγασα.
– Ωωω Γκρικ Μίτμπολλς!! Υπέροχα, κραύγασε κι αυτή με τη σειρά της.
Τόσο ενθουσιάστηκε που της επέτρεψα να αγοράσει τα υλικά:
– Τι να πάρω;
– Κιμά.
– Πόσο, ρώτησε η αυθάδης.
– Εμείς στο Ελλάδα δεν ξέρουμε πόσο. Απλά, λέμε «βάλε». Πολύς κιμάς, πολλοί κεφτέδες. Λίγος κιμάς, λίγοι κεφτέδες, της εξήγησα, το αντιλήφθηκε με την πρώτη.
– Άλλο.
– Μια φρατζόλα ψωμί και κρεμμύδια.
– Πόσα;
– Μια τσάντα. Όσα μείνουν τα τρώμε αύριο.
Ρίγανη της είχα πάει, Μελισσιανή, λάδι, αλεύρι, τηγάνι είχε.
Χωρίς σκούφο σεφ, ξεκίνησα και υπό την άγρυπνη παρακολούθηση της Αμερικάνας έκανα το γόμο, έπλασα (τέλεια έ;) τους κεφτέδες, που όντως ήταν ολοστρόγγυλοι! Λες κι είχα διαβήτη.
– Εδώ είναι το λάδι, μου λέει και έβαλε, όσο για ανάμα, στο τηγάνι και μετά στην κουζίνα υγραερίου.
Με καμάρι παντογνώστη εγώ, έριξα κάμποσους στο καυτό λάδι, άρχισαν να τζιτζιρίζουν, ξέρεις, έβγαινε λίγος καπνός, μύρισε λίγο Ρούμελη, ήρθε κοντά η Φύλης
– Τον απορροφητήρα, είπα σε άπταιστα Ελληνικά, κατάλαβε, τον άνοιξε.
Μα αν ξέρετε από αμερικάνικους απορροφητήρες, αυτοί είναι για να τραβάνε τον καπνό από κανένα τσιγάρο. Ιδέα δεν έχουν από τσίκνα. Δεν αντιδρούν ανάθεμά τσι.
Ωστόσο, ψήθηκαν από τη μια οι κεφτέδες, όλα θύμιζαν Ελλάδα με τα ωραία της, τους γύρισα μέσα στο τηγάνι, ξέρεις τώρα εσύ, άρχισαν να τζτζτζρίζουν μαζωμένοι, πλήθιανε η τσίκνα, άρχισα να ψιλοτραγουδώ «σαράντα παλικάρια από τη Λειβαδιά…» ψιλοχόρευα κι όλας, κι η τσίκνα γιόμισε το σπίτι.
Ενθουσιάστηκα που ένοιωθα επί τέλους, μετά ένα χρόνο ξενιτιάς, σαν στην Κρήτη, κι όλο τζιτζίριζαν οι κεφτέδες, που το λάδι είχε λιγοστέψει κι ως ήμουνα σε πελάγη ευτυχίας, ακούω κάτι διαόλια στο ταβάνι, να σφυρίζουν δαιμονισμένα βζίιιιν βζίιιν! Τρελάθηκα.
– Τι γίνεται έπαέ λέω. Τι δαιμόνοι είναι τούτοι να.
Πού να φανταστώ ότι είχε καπνοανιχνευτές για περίπτωση πυρκαγιάς. Κι όλο σφυρίζανε, του σκοτωμού. Μα έλα ντε που δε μπορούσα να αφήσω και το τηγάνι.
Μέχρι να καταλάβω τι γινότανε, άλλες σειρήνες, πιο δυνατές, ανατριχιαστικές ακούστηκαν απ’ όξω. Χαλασμός Κυρίου.
Δυο οχήματα, ρε κοπέλια, της πυροσβεστικής που ειδοποιήθηκαν με το σφύριγμα των καπνοανιχνευτών ανάθεμά τσι, καταφτάσανε στην αυλή, με τους πυροσβέστες να βαστούν τις μάνικες έτοιμοι να εισορμήσουν στο φλεγόμενο! σπίτι.
Οπότε ήρθε το αποκορύφωμα της τραγωδίας ή ραψωδίας.
Είδα την ηρωίδα αμερικάνα να βγαίνει στο πλατύσκαλο, να στέκει σα Μπουμπουλίνα ορθή και με ανοιχτά, ίδια φτερά, τα χέρια της, καθησύχαζε τους πυροσβέστες προτού κάνουν καλοκαιρινό το σπίτι.
– Μην ανησυχείτε κύριοι! Απλά, ο Έλληνας άντρας μου μαγειρεύει!
Όταν κατάλαβα τι γινόταν έβγαζα τους τελευταίους κεφτέδες στην πιατέλα. Τρέχω να τους προλάβω μια και κάνανε τόσο κόπο, είκοσι πυροσβέστες, να τους κεράσω κανέναν κεφτέ, αυτοί προτίμησαν να φύγουν απορημένοι.
*gkamvysellis@yahoo.gr