ΚΑΘΕ πρωί τις κοιτώ με καμάρι τις σκαλωσιές στο Ρολόι του Δημοτικού Κήπου. Λέω μέσω μου: «Επιτέλους, τα καταφέραμε· επιβεβαιώσαμε το νεοελληνικό θρύλο: ουδέν μονιμότερο του προσωρινού».
ΣΤΕΚΟΜΑΙ εκεί απέναντι στην Αντισφαίριση και με πιάνει ρίγος: «Πω, πω τι ομορφιές είναι αυτές!». Ετσι κυλά η ζωή μας στα Χανιά.
“ΚΑΤΩ από τις σκαλωσιές” κόσμος και κοσμάκης περνά από κάτω, όλοι συνήθισαν πια, την ημετέρα καμαρωτή λεβεντιά. Οχι πως θα νοιαστεί κανείς τώρα που τα γράφουμε αυτά, αλλά να, θέλει και η σκαλωσιά τη λογοτεχνική της περιποίηση.
Α, να μην το ξεχάσω. Και τις δικαιολογίες τις δημόσιες, θέλει η ημετέρα σκαλωσιά. «Τώρα, τον άλλο μήνα, σε πέντε μήνες, σε πέντε τέρμηνα»…
ΟΣΟΝΟΥΠΩ θα γραφτεί και ωδή στην παντέρμη σκαλωσιά. Δεκαπεντασύλλαβη και λυρική.