» (Πρακτικὰ µὲ ἀποφάσεις γερµανικῶν δικαστηρίων)
[ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρὶν ἀπὸ λίγες ἡµέρες ἔγινε ἡ παρουσίαση τοῦ βιβλίου “Πρακτικὰ γερµανικῶν δικαστηρίων γιὰ ἒγκλήµατα πολέµου στὴν Κρήτη”, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε ἡ «Ἑταιρεία Ἵδρυσης καὶ ∆ιοίκησης τοῦ Μουσείου τῆς Μάχης τῆς Κρήτης, τῆς Κατοχῆς καὶ τῆς Ἀντίστασης». Τὸ βιβλίο δὲν πωλεῖται (προσφέρεται δωρεάν), καθὼς ἐκδόθηκε µὲ χορηγία τῆς Ἀντιπεριφέρειας Χανίων.
Ἡ ἀξία τοῦ περιεχοµένου του εἶναι προφανής, ἂν καὶ οἱ περιπτώσεις ἐγκληµάτων πολέµου ἀπὸ τὰ στρατεύµατα Κατοχῆς οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σ΄ αὐτὸ εἶναι λίγες – σχεδὸν ἐνδεικτικές. Τοῦτο ἐπισηµάνθηκε κατὰ τὴν παρουσίασή του, καὶ ὡς παράδειγµα ἀναφέρθηκαν ἡ Κάντανος, τὸ Κοντοµαρί, ἡ Μαλάθηρος καὶ ἄλλοι µαρτυρικοὶ τόποι (γιὰ τὰ ἐγκλήµατα ποὺ διαπράχθηκαν ἐκεῖ κανένας ποτὲ δὲν δικάστηκε, καί, ἐννοεῖται, δὲν τιµωρήθηκε).
Παραθέτω στὴ συνέχεια τὸ κείµενο σύντοµης παρέµβασής µου µὲ τὴν ὁποία ἀνακοίνωσα ἐπιλογὴ ἀπὸ τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ ἀποκόµισα ὡς ὑπεύθυνος γιὰ τὴ φιλολογικὴ ἐπιµέλεια τῆς ἔκδοσης.]
Ὥσπερ ξένοι χαίρουσιν ἰδεῖν πατρίδα
καὶ οἱ θαλαττεύοντες ἰδεῖν λιµένα
(οἱ νοσοῦντες δὲ τυχεῖν ὑγιείας),
οὕτω καὶ οἱ γράφοντες βιβλίου τέλος.
Αὐτὰ διαβάζουµε στὸ τέλος βιβλίου τὸ ὁποῖο γράφτηκε πρὶν ἀπὸ αἰῶνες. Ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔγραψε (ἢ ἀντέγραψε, καθὼς πρόκειται γιὰ χειρόγραφο κώδικα) ἔνιωσε πὼς ἐπιτέλους ἔφτασε στὸ λιµάνι τοῦ προορισµοῦ του, ἀφοῦ πέρασε µέσα ἀπὸ τρικυµισµένη θάλασσα.
“Ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὸ βιβλίο ποὺ ἔχουµε µπροστά µας καὶ χάριν τοῦ ὁποίου ὀργανώθηκε ἡ ἀποψινὴ συγκέντρωση;” θὰ µποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος. Ἐπειδὴ ἡ ἐποχή µας δὲν µοιάζει µὲ παλαιότερες ἐποχές: τὸ βιβλίο σήµερα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εὔκολα φτάνει στὰ χέρια τοῦ ἀναγνώστη, χωρὶς ἰδιαίτερες δυσκολίες τυπώνεται, ἂν χρειαστεῖ καὶ σὲ χιλιάδες τεµάχια, εὔκολα, ἐπίσης, γράφεται, ἂν πάρουµε γιὰ κριτήριο τὴν πληµµυρίδα τῶν βιβλίων τὰ ὁποῖα ἔχουν εἰσβάλει στὴ ζωή µας.
Ὅµως, ὑπάρχουν διαφορὲς ἀνάµεσά τους, ἄλλοτε µικρότερες, ἄλλοτε µεγαλύτερες. Ἂν καὶ οἱ Λατίνοι ἔλεγαν “nihil parvum in literis” (Στὰ Γράµµατα τίποτε δὲν εἶναι ἀσήµαντο), χωρὶς προκατάληψη κρίνοντας θὰ ποῦµε ὅτι ὑπάρχουν βιβλία ποὺ γιὰ κάποιους λόγους ὁ χρόνος θὰ βάλει στὸ περιθώριο παραδίνοντάς τα στὴ λήθη. Στὸν ἀντίποδα θὰ βροῦµε βιβλία ποὺ ἀποτελοῦν σηµεῖο ἀναφορᾶς καὶ σταθµὸ στὴν πνευµατικὴ ἐν γένει ζωή.
∆ὲν µπορῶ νὰ ξέρω ἂν καὶ σὲ ποιό βαθµὸ κεντρίζει τὸ ἐνδιαφέρον ὁ τίτλος “Πρακτικὰ γερµανικῶν δικαστηρίων γιὰ ἐγκλήµατα πολέµου στὴν Κρήτη”. Ὄχι σπάνια, ὁ κόσµος δὲν συγκινεῖται, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ “πρακτικὰ” κάποιου συλλογικοῦ ὀργάνου, φορέα, ὑπηρεσίας, κ.λπ. -τὰ θεωρεῖ βαρετά, καθὼς εἶναι φορτωµένα µὲ λεπτοµέρειες ποὺ δὲν ἀφοροῦν τὸν ἀναγνώστη. Ὅσο γιὰ τὴν ἀναφορὰ σὲ “ἐγκλήµατα πολέµου”, µελαγχολία µάλλον προκαλεῖ, ἰδίως στὶς µέρες µας ποὺ εἶναι γεµάτες ἀπὸ εἰδήσεις καὶ εἰκόνες πολέµων καὶ ἐγκληµάτων.
Ὑπάρχει ὅµως ἀντίλογος: γερµανικὰ δικαστήρια ἀσχολήθηκαν µὲ καταγγελίες γιὰ ἐγκληµατικὲς ἐνέργειες στὴν Κρήτη ἐκ µέρους Γερµανῶν, ὑψηλόβαθµων συνήθως, στρατιωτικῶν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς. Θέµα πολὺ ἐνδιαφέρον, ἀφοῦ ἀφ΄ ἑνὸς σχετίζεται µὲ πασίγνωστες ὅσο καὶ ἀνατριχιαστικὲς θηριωδίες, ἀφ΄ ἑτέρου ρίχνει φῶς στὴ δικαστικὴ κρίση δικαστῶν ποὺ κλήθηκαν νὰ δικάσουν ὁµοεθνεῖς τους – Γερµανῶν ὅλων αὐτῶν. Καὶ ὡς πρὸς µὲν τὸ πρῶτο, τὶς θηριωδίες, ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ καὶ πολλὰ διατηροῦνται ζωντανὰ στὴ συλλογικὴ µνήµη, ἀλλὰ καὶ στὴ µνήµη αὐτοπτῶν µαρτύρων καὶ θυµάτων ποὺ βρίσκονται ἀκόµη ἀνάµεσά µας. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο, τὶς ἀποφάσεις δικαστηρίων, ὁ ἀναγνώστης τοῦ βιβλίου δὲν πρέπει νὰ ἐκπλαγεῖ διαπιστώνοντας ὅτι ὅλες ἦταν ἀπαλλακτικές. Καὶ ἦταν ἀπαλλακτικὲς ὄχι ἐπειδὴ οἱ δικαστὲς ποὺ δίκασαν δὲν πείστηκαν γιὰ τὴ τέλεση τῶν καταγγελλόµενων ἐγκληµάτων, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐπινοήθηκε ἐκ µέρους των ἡ δικαιολογία ὅτι οἱ κατηγορηθέντες ἐκτελοῦσαν διαταγὲς ἀνωτέρων τους τὶς ὁποῖες ἐπὶ ποινῇ θανάτου ἦταν ἀναγκασµένοι νὰ ἐφαρµόσουν.
Κατὰ τοῦτο, τὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο συνιστᾶ µεγάλης ἀξίας ἱστορικὴ πηγή, ἡ ὁποία βεβαιώνει ὅτι οἱ κατακτητὲς εἶχαν προσχεδιάσει τὴν πορεία τῶν ἐνεργειῶν τους. Σύµφωνα µὲ τὴ γλώσσα τῶν δικαστηρίων, διέπραξαν ἐγκλήµατα ἐκ προµελέτης βέβαιοι ὄντες ὅτι δὲν ἐπρόκειτο νὰ τιµωρηθοῦν ἔχοντας ὡς καταφύγιο τὸ δίκαιο τοῦ πολέµου προσαρµοσµένο στὴ διεστραµµένη καί, πλέον, νοσηρὴ φύση τους. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δὲν µποροῦσαν οἱ δικαστὲς νὰ πράξουν ἦταν νὰ ἀµφισβητήσουν τὶς κακουργίες – καὶ ἡ ἀδυναµία αὐτὴ εἶναι τελικὰ τὸ στοιχεῖο ποὺ προβάλλει κυριαρχικὰ µέσα ἀπὸ τὰ δηµοσιευόµενα πρακτικά.
Ἄξιο ἐπισήµανσης καὶ προσοχῆς εἶναι καὶ τὸ ὅτι κατὰ τὴν ἐκδίκαση τῶν ὑποθέσεων, καὶ γιὰ ὑπεράσπιση τῶν κατηγορουµένων, ὑπῆρξαν καταγγελίες εἰς βάρος τοῦ κρητικοῦ λαοῦ µὲ τὸ σαθρὸ ἐπιχείρηµα ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς νήσου δὲν εἶχαν δικαίωµα νὰ ἀµυνθοῦν καὶ νὰ ἀντιπαρατεθοῦν, ἄτακτοι ὄντες καὶ χωρὶς τὰ ἀπαιτούµενα διακριτικά, σὲ στρατιωτικὸ σῶµα. Στὶς καταγγελίες αὐτὲς παρεµβλήθηκαν ἀναπόδεικτες αἰτιάσεις γιὰ δῆθεν κακοποίηση Γερµανῶν στρατιωτῶν, αἰχµαλώτων ἢ καὶ νεκρῶν. Τοῦτο πρέπει νὰ ἐνταχθεῖ στὴν προσπάθεια τῆς γερµανικῆς πλευρᾶς νὰ δείξει ὅτι τὰ κάθε λογῆς ἀντίποινα στὰ ὁποῖα χωρὶς δισταγµὸ καὶ ἔλεος προχωροῦσαν οἱ στρατιωτικὲς δυνάµεις τους ὀφείλονταν στοὺς ἀνυπότακτους Κρητικοὺς – τοὺς ὁποίους, µάλιστα, συχνὰ χαρακτήριζαν µὲ ὑβριστικοὺς καὶ ἐξευτελιστικοὺς χαρακτηρισµούς.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ τελευταίου, διατυπώθηκε στὸ παρασκήνιο ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἑταιρεία δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προχωρήσει στὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, καθὼς ἀποστολή της εἶναι ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἀγώνα τοῦ κρητικοῦ λαοῦ κατὰ τῆς ναζιστικῆς εἰσβολῆς καὶ ὄχι ἡ ἀνάσυρση στὴν ἐπιφάνεια τοῦ δηµόσιου λόγου, µὲ ἔµµεσο ἔστω τρόπο, ὕβρεων γιὰ ἐκείνους ποὺ ὑπεράσπισαν τὴν πατρίδα τους. Μὰ ὁ ἀγώνας αὐτὸς µεγεθύνεται καὶ λαµπρύνεται ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη ὅλων τῶν µέσων ποὺ χρησιµοποίησαν (καὶ χρησιµοποιοῦν) οἱ κατακτητές, ἀπὸ τὴν ὕβρη µέχρι τὸ ψεῦδος καὶ τὴ συκοφαντία.
Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἡ ἰσχὺς τῶν ὁποίων ἑδραιώθηκε στὴ σκέψη µου κατὰ τὴν πορεία, µὲ χαρὰ ἀνταποκρίθηκα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς στὴν τιµητικὴ πρόσκληση τὴν ὁποία µοῦ ἀπηύθυνε ὁ ∆ρ Ἀλέξ. Παπαδερὸς νὰ ἀναλάβω τὴ φιλολογικὴ ἐπιµέλεια τοῦ βιβλίου. Μὲ περίµενε δὲ καὶ εὐχάριστη ἔκπληξη ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ πρακτικὰ τῶν δικαστηρίων πλαισίωναν κείµενα διακεκριµένων συγγραφέων· κείµενα τὰ ὁποῖα ὑπογραµµίζουν τὴν ἀξία καὶ τὴ σηµασία τοῦ περιεχοµένου τῶν ἐγγράφων ἀλλὰ καὶ τὸ µέγεθος τῆς γερµανικῆς θηριωδίας.
Θεωρῶ χρέος µου νὰ εὐχαριστήσω καὶ συγχρόνως νὰ συγχαρῶ ὅλους ὅσοι συνέβαλαν στὴν ἐκπόνηση αὐτοῦ τοῦ περισπούδαστου ἔργου: τὴν Ἑταιρεία, καὶ τὸ διοικητικὸ συµβούλιό της, ἐξαιρέτως δὲ τὸν πρόεδρο Ἀλ. Παπαδερό, τοὺς συγγραφεῖς τῶν κειµένων µὲ ξεχωριστὴ µνεία τοῦ Γ. Ἠλιόπουλου γιὰ τὴν ἄψογη ὅσο καὶ µέχρι κεραίας κοπιώδη µετάφραση τῶν ἐγγράφων. Θὰ ἦταν δὲ ἄδικο νὰ µὴν ἐπισηµανθεῖ ἡ γενναιόδωρη πράξη τοῦ θεολόγου, θερµοῦ φιλέλληνα Οὔλριχ Κάντελµπαχ, ὁ ὁποῖος µέσω τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδηµίας Κρήτης παρέδωσε γιὰ ἀξιοποίηση τὰ ἔγγραφα µὲ τὰ πρακτικά.
Γιὰ νὰ ἐπαναφέρω τὸ λόγο στὸ σηµεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκίνησα τὴ σύντοµη παρέµβασή µου, ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ βιβλίου γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ λόγος συνδέθηκε µὲ ἀνάµικτα συναισθήµατα. Ἡ εἴσοδος στὸ λιµάνι προορισµοῦ εἶχε ἐπιστέγασµα τὴ σύνταξη εὑρετηρίων µέσω τῶν ὁποίων ὁ ἀναγνώστης εἶναι σὲ θέση νὰ ξεκινήσει τὴ δική του µικρὴ ταξιδιωτικὴ περιήγηση – στοιχεῖο ποὺ εἶναι πηγὴ ἱκανοποίησης. Ὁ προσεκτικὸς ὅµως ἀναγνώστης µπορεῖ νὰ διακρίνει δύο σοβαρὲς ἀτέλειες σχετικὲς µὲ τὴν εἰκόνα τοῦ βιβλίου, ἀτέλειες ὀφειλόµενες ἀποκλειστικὰ σὲ ἀπροσεξία (ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο) τοῦ τυπογραφείου. Ἡ δραστικὴ µείωση τῶν περιθωρίων καὶ ἡ παράλειψη δύο λευκῶν φύλλων στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τοῦ βιβλίου βλάπτουν τὴν αἰσθητική, συστατικὸ ποὺ ἀναδεικνύει τὴ συνολικὴ εἰκόνα. Τὸ ὁποῖο ὅµως οὔτε µειώνει ἔστω κατ΄ ἐλάχιστο τὴν ἀξία τοῦ περιεχοµένου οὔτε θέτει ὑπὸ ἀµφισβήτηση τὸ ζῆλο ὅσων µόχθησαν “θαλαττεύοντες ἰδεῖν βιβλίου τέλος”.
Εὔχοµαι ἡ µελέτη τοῦ βιβλίου νὰ ἀποβεῖ ἐπωφελὴς καὶ νὰ δικαιώσει τὸ ἐγχείρηµα τῆς ἐκδόσεώς του.
*Ο Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης είναι φιλόλογος