Είντα να πω κοπέλια μου πού ’χασά σας κι εχάσατέ με για κάμποσες βδομάδες κι ετούτοσες είν’ ο καημός μου ο μεγάλος. Ενας Θεός κατέχει πού τρέχει ο λογισμός σας κι είντα θε ν’ απογίνω ά με κακολογείτε.
Ελόγου μου, που λέτε, με δίχως να το ζητήξω, ήκαμα ένα ταξιδάκι δύσκολο που μου εκόπηκ’ η γι ανασαμιά. Κι υστερνά ήκαμα και δεύτερο και τρίτο, μα τούτανα με γιομίσανε αισιοδοξία και γαλήνη κι εύρηκα ξανά κουράγιο και δύναμη να τσι λέμε δυο κουβέντες πότε – πότε, να γελάμε, για να σοβαρεύουμε, μα πάντα να θέμε το καλό των ολωνώνε.
Μα μη σας ζαλίζω άλλο με κουζουλάδες, λέω α σας στορίσω δυο κουβέντες παραπανίσες για τούτανα τα ταξιδάκια μου, όχι για να περνά η γιώρα, μηδέ για να μιλώ για τον απατό μου, μα για να νοιαζόμαστε μια ουλιά και για πάρτι μας. Όϊ μόναχα για τσι άλλους.
Το πρώτο ταξιδάκι που λέτε, το θυμόσαστε, ήντονε στη Λέρο που ξέφυγα απ’ το τρελάδικο (δε κατέω αν έπραξα ορθά ή όχι) και την Πάτμο όπου επροσκύνησα στο σπήλι όπου ο Αγιος Γιάννης ο Θεολόγος έγραψε την Αποκάλυψη. Καλά πέρασα με την κυρά, δόξα νάχει ο Μεγαλοδύναμος, και παρακάλεσα τον Αγιο να με βοηθήσει σε δύσκολα προβλήματα με την καρδιά που αντιμετώπιζα ο άκαρδος. Οχι δηλαδή τίποτα σπουδαίο μα να, ήθελε ο ντοτόρε, να ξανοίξει μέσα για μέσα αν εδουλεύουνε ούλα κατά που αρμόζει στα χρονάκια που κουβαλώ στην πλάτη. Και να δεις, με την πρώτη, μνήσθητί μου Κύριε, τα ψιλιάστηκε ούλα ο Μιχάλης ο Μπονοτάκης με το όνομα. Με τον εδικό του ευχάριστο τρόπο, είπε μου πως πουρί είχανε οι γι αρτηρίες και πρέπο ήντονε να κάμω τίλογια το λένε, στεφανιογράφημα. Δεν έδωκα ο θεοκούζουλος πολλή βάση στη κουβέντα του, επήγα κι αλλού… Στο Ηράκλειο μαθές και στο Χαρίλαο το καλό κοπέλι στα Χανιά που με εξέταζε κι ήλεγέ μου αρχαίων σοφών κουβέντες. Ούλοι που λέτε, με πέψανε στο Θανάση το Πατιαλιάκο που ’ναι, λόγω τιμής, σπουδαίος και στέκει στο όβγορο τση επιστήμης σαν επεμβατικός καρδιογιατρός.
Μη τα πολυλογώ και σώζεται γι υπομονή σας, επήγα για να μου κάμει τη στεφανιογραφία. Μα ειντά αντίκρισε, δε λέγεται. Η καρδιά, λέει, καλά δουλεύει, μα οι γι αρτηρίες βουλωμένες με πουρί και μόναχα ακουαφόρτε θα τσι καθάριζε. Δε χωρούσανε τα σωληνάκια να μπούνε. Βρε άντε απ’ τη μια τη χέρα, δεν έμπαινε. Πάει στην άλλη χέρα, πράμα. Κι ήβλεπά τονε να αγωνίζεται και να πηγαίνει στον πόδα μου αψηλά να βάνει τούτα τα θαματουργά εργαλεία στην αρτηρία τη μεγάλη. Πορπάτηξε το σωληνάκι, ήκαμε βόλτα ως την καρδιά και ούλα τα αγγεία, μα, είντα να σας πω, λες κι ήντονε ασβεστοκάμινο γιομάτο ασβέστη. Οι γι αρτηρίες μισόγιομες και παραπάνω ασβέστη κι αλάτσι ήντονε.
Τέλεψε καμιά φορά, επήγανέ με στην κάμαρη που έμενα, μα ξάνοιξε ο Θανάσης πως αίμα έβγαινε από την αρτηρία την τρυπημένη, και δεν εσταμάτα με τίποτα. Ανισο αγώνα έδωκε, πράμα. Εφώναξε και το Μουστάρδα που σάζει αγγεία τση καρδιάς και δώστου να πασκίζουν το αίμα να σταματήσουν μην έρθουν τα χειρότερα. Ωστόσο βράδιασε κι οι δυο σωτήρες μου να ιδροκοπούνε να με γαήρουν οπίσω. Γιατί, είντα να σας επώ. Στα πολλά μου τα χάλια, αντάμωσα τον Άγιο Ταξιάρχη να με στέρνει προς τον Άγιο Πέτρο που εκράτει τα κλειδιά. Κατάλαβα εγώ, έξυπνος άθρωπος βλέπεις, λέω:
-Αγιε Πέτρο, κανόνισε στη Παράδεισο να με μπάσεις.
Μα Αυτός έλεγε,
-Οϊ στη Κόλαση που έχεις αμαρτίες.
-Πράμα αμαρτίες δεν έχω, μα στη Παράδεισο θέλω, επείσμωσα κι εφώναζα. Οπότε, Αγιος μπορεί να είναι, μα εθύμωσε και μου ’δωκε κλωτσιά να φύγω.
-Θα αργήσω να σε ξαναφωνάξω, μου είπε αυστηρά, γιατί εθώρει πως οι γιατροί τα είχανε καταφέρει να σταματήσει η γι αιμορραγία.
Ούλα τα έπαθα, γιατί, χρόνια πολλά, δεν επήγαινα στον καρδιογιατρό να με ξανοίξει κι ας με εμάλωνε η κυρά.
Εθάρρουμου πως είμαι από σίδερο. Μα και τα σίδερα θέλουνε λάδωμα και βάψιμο μη σκουριάσουνε.
Με εκαταλάβατε κοπέλια μου γνωστικά και κουζουλά, ειντά θέλω να σας ειπώ.
Την υγειά σας να προσέχετε και να ξανοίγετε αν εδουλεύουνε ούλα τα όργανα σωστά κατά που μας τα έδωκε ο Μεγαλοδύναμος. Άντε που να έχετε την ευκή μου.