Δύσκολα θα τους εντοπίσεις σε κάποιο λιόφυτο, να βόσκουν στη χαλέπα, σε κάποιο στάβλο. Ακόμα σπανιότερα θα τα συναντήσεις ακόμα και σε αγροτικούς δρόμους σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό.
Τα γαιδουράκια, τα συμπαθή και πολύ χρήσιμα για τον άνθρωπο για χρόνια πολλά τετράποδα, τείνουν να εκλείψουν από την ύπαιθρο της Κρήτης. Με δυσκολία καταφέραμε να εντοπίσουμε μερικά από αυτά και τους ιδιοκτήτες τους σε περιοχές του Πλατανιά, στο Σέλινο, στον Αποκόρωνα. Εδώ και χρόνια έχουν αντικατασταθεί από τα μηχανοκίνητα μέσα, ωστόσο παραμένουν το “σήμα κατατεθέν” μιας ολόκληρης εποχής…
«Ήταν το φορτηγό, το ΙΧ, το τρακτέρ της εποχής μας…»
«Δεν υπήρχε σπίτι χωρίς γαϊδούρι, πολλά μάλιστα είχαν και δύο. Ήταν το φορτηγό, το ΙΧ, το τρακτέρ της εποχής μας» μας λέει ο κ. Βαγγέλης Σινιοράκης, αγρότης στην περιοχή του Σκινέ. Πηγαίνουμε μαζί στον ελαιώνα που βόσκουν μια μητέρα και το μόλις 24 ημερών γαϊδουράκι τους.
«Δεν τα χρησιμοποιώ πλέον για τις αγροτικές εργασίες. Τα έχω περισσότερα σε ανάμνηση των παλαιών εποχών, γιατί είχε ο πατέρας μου, γιατί δούλευε το γαϊδούρι μαζί μας» μας λέει ο κ. Σινιοράκης καθώς χαϊδεύει τη γαϊδούρα στη ράχη.
Είναι καταπληκτική η διαίσθηση των ζώων αυτών. «Όταν έρχομαι με το μηχανάκι, με ακούει από τα 500 μέτρα και γκαρίζει, καταλαβαίνει ότι φτάνω. Είναι ωραία ζώα, θέλουν την καθαριότητα τους, τους έχω και ένα πολύ καλό στάβλο με φελιζόλ από πάνω για να είναι σε ζεστό περιβάλλον. Βενζίνα δεν… καίνε αλλά έχουν και αυτά τα έξοδα τους. Τριφύλλια, άχυρα, πήγα και τα δήλωσα και έπρεπε να πληρώσω αυξημένο ΕΛΓΑ» αναφέρει ο κ. Βαγγέλης.
Επειδή το γάλα της γαϊδάρας θεωρείται πολύ ποιοτικό του έχει ζητηθεί κατά καιρούς να το πουλήσει. «Εγώ τους λέω αν καταφέρουν να την αρμέξουν ας το πάρουν όλο και τσάμπα. Εγώ δεν το κάνω γιατί θα κλωτσήσει ακόμα και μένα» σημειώνει.
Θυμάται την εποχή που το γαϊδούρι ήταν το βασικό εργαλείο των κατοίκων της υπαίθρου. «Έβλεπες κάθε μέρα να τα παίρνουν οι χωριανοί για τα περβόλια, τις ελιάς, να οργώσουν, να αλωνίσουν το καλοκαίρι. Τα φόρτωναν με προϊόντα που τα πήγαιναν στα Χανιά για να τα πουλήσουν. Βέβαια τα τελευταία χρόνια αυτό δεν γίνεται. Πλέον και εγώ εδώ που τα έχω περνάει κόσμος και τα βλέπει και παραξενεύεται. Τα παρατηρούν πολύ τα παιδιά και τους αρέσουν πολύ» καταλήγει ο αγρότης.
“Όταν είχαμε γάιδαρους…”
«Μέχρι την δεκαετία του ’80 οι γάιδαροι ήταν το δεξί χέρι των ανθρώπων στα χωριά.. Με αυτούς έκαναν όλες τις δουλειές τους, όλες τις μεταφορές τους, από το χωράφι στο σπίτι τα αγροτικά εφόδια και εργαλεία, με αυτούς κουβάλαγαν οι βοσκοί τα γάλα και τα τυριά από τις χαλέπες και τα μιτάτα ,με αυτούς κουβάλαγαν τα ξύλα από τα όρη κ τα δάση για τον χειμώνα,τα τσουβάλια με κάρβουνα οι καρβουνιάρηδες,τα σταφύλια από τα αμπέλια, τις ελιές από τα λιόφυτα και οτιδήποτε μεταφορά…μερικοί ηλικιωμένοι με κινητικά προβλήματα τους είχαν για ταξί να πηγαίνουν για βόλτες ή για ψώνια και είχαν μάθει και να τους μιλούν στην γλώσσα τους..ήξεραν το στοπ το προχώρα και το πιες νερό» θυμάται ο κ. Γιώργος, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή των Σφακίων.
Χαρακτηριστικά σημειώνει πως «τα πιο παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα με τους γαϊδάρους έκαναν και πιο μακρινά ταξίδια… μου έλεγε ο πατέρας μου ότι μετέφεραν από Σφακιά στα Χανιά τυριά και αθοτύρους για πούλημα και γυρνούσαν το απόγεμα φορτωμένοι με όσπρια ,μπακαλιάρους ,φρύσες και πολλά άλλα από την αγορά…επίσης ότι πήγαιναν στα Ηρακλειώτικα να αγοράζουν όσπρια. Υπήρχε και ένας πλανόδιος μικροπωλητής,μανάβης από τον Αλίκαμπο ο οποίος φόρτωνε τον γαϊδαρο σύκα και πήγαινε Σφακιά να τα πουλήσει με αντάλλαγμα πατάτες, κουβαλούσε επίσης ψάρια ψημένα κι πήγαινε στις Μαδάρες, στα μιτάτα και τα αντάλασσε με αθοτύρους και ξηραμένες προβιές. Οι γαϊδάροι γενικώς δεν είχαν πολλές απαιτήσεις από τροφή, τους έδεναν σε χωράφι με ξηρά χόρτα και κλαδιά και τη νύχτα τους έφερναν σπίτι και τους έδιδαν λίγα άχερα. Ήταν πολύ ήσυχα ζώα και είχαν τεράστια υπομονή γι’ αυτό έχει βγει και το γαϊδουρινή υπομονή… Οι σερνικοί γινόταν λίγο επικίνδυνοι τον Μάη μήνα τότε που “γάμπριζαν” και ήταν ικανοί όταν έβλεπαν θηλυκιά που να τους προκαλεί να πετάξουν πέρα το φορτίο που κουβαλούσαν και τον καβαλάρη και να την κυνηγήσουν… “νάμουν το Μάη γάιδαρος τον Αύγουστο κριάρι” που λέει ο λαός. Γι’ αυτό τον λόγο πολλοί τους ευνούχιζαν για να μπορούν να κάνουν την δουλειά τους χωρίς παρατράγουδα. Ένα άλλο κουσούρι που είχαν ήταν όταν μυιγιαζόταν ,έπεφταν κάτω και κυλιόταν στο χώμα μετά έσπαγαν τα σχοινιά που ήταν δεμένοι κι έτρεχαν σαν τρελοί… κάποια μύγα τους είχε τσιμπήσει.
Εκεί που κυλιόταν άφηναν στάμπα στο χώμα,η λεγόμενη γαϊδουροκυλίστρα… Ήταν ο καλύτερος βοηθός του ανθρώπου και πολύ καθαρά ζώα… αν το νερό ήταν βρώμικο ή το συγκλί που τους πότιζες, δεν το έπιναν μακάρι να κορακιάσουν… Η χαρά των παιδιών ήταν να κάτσουν στις καπούλες όταν πήγαιναν στο χωράφι και όταν είχε καμιά μαμά μωρό αντί κούνιας τα έβαζε να κοιμηθεί σε ανάποδο σαμάρι κι αυτή ράβδιζε τις ελιές… μέχρι που βγήκαν τα 4χ4 και εξαφανίστηκαν».
«Δρόμος που δεν έχει γαϊδουροκαβαλίνα, δεν είναι δρόμος»
«Δρόμος που δεν έχει γαϊδουροκαβαλίνα, δεν είναι δρόμος. Έτσι λέγανε παλιά με τη λογική ότι αν περνάει ο γάιδαρος περνάει και ο άνθρωπος» μας λέει χαμογελώντας ο κ. Ευτύχης Ι. Τωμαδάκης, αγρότης και μόνιμος κάτοικος της Σκάφης στο Ανατολικό Σέλινο.
Μπροστά από το στάβλο του προετοιμάζει τη “Χαρούλα” τη γαϊδάρα του. Βάζει τα γκέμια, τη σελώνει με το σαμάρι, το δένει ώστε να είναι καλά περασμένο πάνω στη ράχη της και ανεβαίνει πάνω.
«Σε όλα τα βουνά γύρω από τη Σκάφη είχαμε φυτέψει στάρι, τα φορτώναμε στα γαιδούρια και τα φέρναμε εδώ στο αλώνι. Τα είχαμε για τις ελιές, για τους κήπους. Ήταν το εργαλείο του αγρότη την εποχή εκείνη. Πλέον σε όλο το Σέλινο ζήτημα είναι να υπάρχουν 2-3 γαιδάροι, είναι δύσκολο να βρεις και μάστορα να σου φτιάξει τα σαμάρια» μας αφηγείται. Ο κ. Ευτύχης ακόμα χρησιμοποιεί τη γαιδάρα του για να κάνει τις αγροτικές δουλειές. Να πάει να ταίσει τα άλλα ζώα, να μεταφέρει κάτι, αφού μέχρι και 100 κιλά τα σηκώνει άνετα.
«Το καλοκαίρι είχα πάει στο Καμπανό (γειτονικό χωριό) και στο δρόμο μου απαντήξανε 4-5 αυτοκίνητα με τουρίστες που γύριζαν από τη Σούγια. “Κάτσε μπάρμπα να σε βγάλουμε μια φωτογραφία πάνω στον γάιδαρο” μου έλεγαν! Αρέσει στον κόσμο, πολλοί κιόλας δεν έχουν δει στις πόλεις που ζούνε » αναφέρει ο κ. Ευτύχης που και ο ίδιος έχει συνδεθεί με τα ζώα του.
«Πάντα στο σπίτι μας είχαμε γαιδούρια. Τη “Χαρούλα” την έχω 10 χρόνια είναι γερό ζωντανό. Παλαιότερα είχα ένα γαϊδούρι που το είχαμε αναθρέψει εμείς και πέθανε από τύφο. Ένα άλλο γαϊδαράκο που είχα έμπλεξε το πόδι τους σε μια κουφάλα ελιάς και έσπασε και δεν μπορούσε να μείνει στη ζωή. Είναι ωραία ζώα. Μόλις σύρω τη φωνή καθώς πάω στο κτήμα και με ακούσει, αμέσως με καταλαβαίνει και τρέχει προς το μέρος μου. Όπως ο άνθρωπος…» αναφέρει ο κ. Τωμαδάκης.
Στο 13ο podcast της σειράς «on/off the record » μιλά ο εντομολόγος Δρ Αντώνης Μιχαηλάκης, τακτικός ερευνητής στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο.
My husband and I are from the Netherlands and live in the village Kournas since 10 years. We wanted to bring back the donkeys to the village, where every family used to have 1 or 2 donkeys. We succeeded and now we have 4 donkeys. We make walks in the area of the village with tourists and with locals and we are training them to learn them carrying herbs we pick, or tranches from the olive trees.