Κυριακή, 5 Ιανουαρίου, 2025

Εικόνες της ζωής: Έλα, έχω φωτιά να ζεσταθείς

Ήταν µια χειµωνιάτικη άγρια βραδιά του Γενάρη, οι νιφάδες του χιονιού, που έµοιαζαν σαν φύλλα από λευκά τριαντάφυλλα, έπεφταν ασταµάτητα, σκεπάζοντας κάθε γωνιά της πολιτείας, ενώ ο κρύος βοριάς έσκουζε, θα έλεγε κανείς, σαν διψασµένος βρικόλακας που είχε δραπετεύσει από τα έγκατα της κόλασης, αναζητώντας αίµα να κορέσει την δίψα του.

Ελάχιστοι άνθρωποι διέσχιζαν εκείνη την ώρα τους δρόµους και τα στενά σοκάκια της πολιτείας, όλοι βιαστικοί, προφυλάσσοντας το κεφάλι τους ή κρατώντας οµπρέλα ή έχοντας σηκωµένους τους γιακάδες των παλτών τους κρύβοντας ολόκληρο σχεδόν το πρόσωπό τους. Οι ηλεκτρικές λάµπες, κρεµασµένες στις τσιµεντένιες ή στις ξύλινες κολώνες, έµοιαζαν – θα έλεγε ο ποιητής – σαν τα χρυσοκέντητα κολιέ ή σαν τα διαµαντένια βραχιόλια παλιάς αρχόντισσας, κρεµασµένα στον άσπρο σαν τον κρίνο λαιµό της και τα λεπτά δάκτυλα των λευκών σαν το χιόνι χεριών της.
Εκείνος ρακένδυτος, µε κουρελιασµένα ρούχα ντυµένο το ισχνό από την πείνα κορµί του, αξύριστος, λερός, περιπλανιότανε στους δρόµους της πολιτείας µε σχισµένα υποδήµατα στα πόδια του. Έµοιαζε σαν εγκαταλελειµµένος ζητιάνος ψάχνοντας να βρει κάποιο απάνεµο γιαπί ν’ απαγκιάσει και να περάσει εκείνη την άγρια χειµωνιάτικη νύχτα. Μουσκεµένος µέχρι το κόκαλο, συχνά έφερνε το µυαλό του τις στιγµές που µιαν άλλη παρόµοια βραδιά τον είχε ξεβράσει το κύµα της θάλασσας σ’ ένα απάνεµο έρηµο λιµάνι, ναυαγό. Ο δόλιος, µη µπορώντας να ζήσει άλλο στη µακρινή πατρίδα του που αλληλοσπαράζονταν οι οµοεθνείς του, αποφάσισε να πάρει το δρόµο του υγρού µονοπατιού, αναζητώντας την τύχη του σε µιαν άλλη χώρα µαζί µε αρκετούς άλλους απελπισµένους, να βρουν την τύχη τους, αρχίζοντας µια καλύτερη ζωή. Το φως της ελπίδας για ένα καινούργιο ξεκίνηµα, του έδινε κουράγιο να παλέψει µε όλες τις δυνάµεις της πονεµένης ψυχής του, πλάθοντας συγχρόνως µύρια όνειρα κι ας ένιωθε να του τρυπάνε την καρδιά σαν πυρωµένα βέλη οι βλοσυρές και περιφρονητικές µατιές πολλών συνανθρώπων του.
Απόστασε… Ο δρόµος έως ότου να φθάσει στην απόµερη γωνίτσα του, που είχε ονοµάσει σπίτι του, σε κάποιο εγκαταλελειµµένο γιαπί, ήταν αρκετά ακόµα µακρύς. Ο αέρας, το χιόνι και το πολύ κρύο, τον εµπόδιζαν να περπατήσει γρηγορότερα, ενώ η πείνα έκανε το στοµάχι του να γρυλλίζει σαν την ανέµη πηγαδιού ανεβάζοντάς την ο νοικοκύρης της στην επιφάνεια από τα έγκατα της γης. ∆ιάλεξε να σταµατήσει λίγο να ξεκουραστεί στο χιλιοτρυπηµένο υπόστεγο µιας στάσης του λεωφορείου κι ας ένιωθε ότι οι στάλες του νερού από το λιώσιµο του χιονιού του βίτσιζαν το πρόσωπο.
«Κουράγιο…» έλεγε µόνος του, «… θα κόψει ο καιρός και θα φθάσω. ∆εν πρέπει να απελπιστώ… Θα έρθουν καλύτερες µέρες… Θα λιώσουν τα χιόνια, θα περάσει ο άγριος χειµώνας και θα έρθει η ζωοδότρα άνοιξη, θ’ ανοίξουν οι δουλειές και θα δω κι εγώ µιαν όµορφη, ζεστή µέρα!»
Μα, να! Στην απέναντι µεριά κείνης της απόµερης στράτας, η θολωµένη µατιά του έπεσε ξαφνικά πάνω σε µια κόκκινη µικρή λάµπα, που τ’ αχνό φως της µόλις και µε τα βίας διακρινότανε στην πυκνή οµίχλη που τώρα είχε γύρω του απλωθεί. Άνοιξε τα µάτια του όσο διάπλατα µπορούσε και διέκρινε µια γυναικεία µορφή ν’ ανοίγει την πόρτα που ακριβώς από πάνω της ήταν η κόκκινη λάµπα, κοίταξε βιαστικά γύρω της και την επόµενη στιγµή γύρισε την πλάτη της να εισέλθει στο εσωτερικό του σπιτιού. ∆εν πρόλαβε όµως κι ένα µικρό σκυλάκι, δρέποντας την ευκαιρία της ανοιχτής πόρτας, µε µια αστραπιαία κίνηση, πετάγεται έξω γαυγίζοντας και κατευθύνθηκε προς το µέρος του, κουνώντας την ουρά του ρυθµικά και χαριτωµένα. Αµέσως η κυρία φωνάζοντας σιγανά το όνοµά του το παίρνει στο κατόπι και άθελά της βρέθηκε πολύ κοντά στον άγνωστο εκείνο άνδρα. Μόλις τον αντίκρισε τα µάτια της άνοιξαν διάπλατα κοιτώντας τον µε απίστευτη καλοσύνη, ενώ ο σκύλος της τον πλησίασε πολύ περισσότερο κι άρχισε να γλύφει τα ξυλιασµένα από το πολύ κρύο, γυµνά χέρια του.
«Μη φοβάσαι κυρία µου» είπε, «Μήτε κλέφτης είµαι, µήτε ναρκοµανής είµαι» και συνέχισε, κοιτώντας την αυτή τη φορά κατάµατα, µη µπορώντας όµως να διακρίνει τα µάτια της κάτω από το αχνό φως της µικρής λάµπας που κρεµότανε στην δεξιά άκρη της στάσης του λεωφορείου.
«Πρόσφυγας είµαι κυρία µου, και περιπλανώµενος στους δρόµους της πολιτείας απόστασα και σταµάτησα λίγο στην φιλόξενη τούτη γωνιά να ξεκουραστώ» και συνέχισε να µιλάει, ενώ η άγνωστη εκείνη καλοντυµένη κυρία δεν έλεγε να φύγει, λες και την κρατούσαν τα λόγια του σαν µαγνήτης κοντά του, απλώνοντας αυτή τη φορά το χέρι της και χαϊδεύοντας την πλούσια όµως λερή και µουσκεµένη από τις νιφάδες του χιονιού κόµη του.
Τέλος, µε πολύ δυσκολία και µέσα από αναφιλητά, άνοιξε τα χείλη της και του είπε µε φωνή πολύ σιγανή:
«Είµαστε θύµατα και οι δυο, γλυκέ µου άνθρωπε, της σκληρής κι άπονης κοινωνίας που ζούµε! Τον ίδιο πόνο κουβαλάµε µέσα στην πονεµένη ψυχή µας…» και τραβώντας το χέρι του λέει µε απίστευτη τρυφερότητα:
«Έλα, σήκω επάνω. Πάµε στο σπίτι µου ξένε κι έχω φωτιά να ζεσταθείς…» ενώ το σκυλάκι της στριφογύριζε ασταµάτητα γύρω τους κουνώντας ρυθµικά την φουντωτή ουρά του.

*Ο ∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής
µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα