Ήρθε το φθινόπωρο καταχνιές γιομάτο,
γιόμισε με σύννεφα τ’ ουρανού το δώμα,
σαν στρωσίδι φαίνεται απαλό κι αφράτο
το χορτάρι το ξερό στο ξερό το χώμα.
Σμάρια φεύγουν τα πουλιά, σ’ άλλα μέρη πάνε,
νέκρωσαν από φωνές κι οι ακρογιαλιές,
τη λιτή τους φορεσιά τα δέντρα όλα φοράνε,
αδειανές απόμειναν στα κλαδιά οι φωλιές.
Στρωμένες είναι οι αμμουδιές με φύκια σκορπισμένα,
φύλλα κίτρινα ξερά οι δρόμοι έχουν στρωθεί,
τώρα και τα κύματα σκάνε αγριεμένα…
Τα λουλούδια στους αγρούς έχουν μαραθεί.
Τα βουνά με σύννεφα είναι σκεπασμένα,
κατεβαίνουν οι βοσκοί για τα χειμαδιά,
τα πλατάνια απόμειναν γυμνά ξεφυλλωμένα,
των σχολειών μας γιόμισαν οι αυλές παιδιά.
Όμως ‘κείνων των σχολειών που ‘μειναν οι αυλές
αδειανές, κι έχουν γενεί των φιδιών φωλιές,
να γιομίσουν καρτερούν με φωνές γλυκές
μι(α) αυγούλα, ένα φθινόπωρο με τις καταχνιές.
Πολλοί σε λένε αγέλαστο μελαγχολικό,
μα είσαι η ωραιότερη για μένα εποχή,
μάγεμα είναι οι μέρες σου όνειρο γλυκό…
Τιs θωρώ κι αγάλλιαση νιώθω στην ψυχή.
Πολύ ομορφο και επικαιρο