Πάει λίγος καιρός που συνειδητοποίησα τι είναι εκείνο που μου εμφύσησε την αγάπη για τις μέλισσες: αναστήθηκα σε μια μήτρα που είχε τη μυρωδιά και το βόμβο της κυψέλης.
Χαράχτηκαν και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά ανεξίτηλα στη μνήμη του εγκεφάλου μου, καθώς έφταναν μέχρις εμένα απ’ τα ρουθούνια και τ’ αυτιά της μητέρας μου. Κι εγώ ρουφούσα ακατάπαυστα, μ’ όλη τη δύναμη των αδύναμων πνευμόνων μου, εκείνη την αξεδιάλυτα μεθυστική μυρωδιά που ένοιωθα να με αναζωογονεί. Τέντωνα τα μικρά μου αυτιά για να μη χάσω την παραμικρή λεπτομέρεια εκείνου του ήχου που λες και προέρχονταν απ’ το ανοιγοκλείσιμο χιλιάδων φτερών και που με νανούριζε γλυκά.
Η μητέρα μου ήταν μελισσοκόμος. Γεννήθηκε σε μια οικογένεια, που, από πάππου προς πάππον, ήταν μελισσοκόμοι. Κληρονόμησε την αγάπη της για τις μέλισσες, όπως και τις μέλισσες απ’ τον πατέρα της, τον δικό μου παππού. Τις έβαλε στην αυλή του σπιτιού μας.
Την άνοιξη, σχεδόν καθημερινά, ανοιγόκλεινε τα ξύλινα σπιτάκια τους για να τις επιθεωρήσει. Και τότε αναδύονταν απ’ το εσωτερικό τους μια γλυκιά μεθυστική ευωδιά που είχε λίγο απ’ τη μυρωδιά του μελιού, λίγο απ’ του κεριού και λίγο απ’ της πρόπολης και της γύρης μαζί. Τη ρουφούσε η μάνα ασταμάτητα, γέμιζε από ευτυχία αυτή κι εγώ από μνήμες.
Το καλοκαίρι άνοιγε τα μελισσόσπιτα και, όταν είχαν γεμίσει από μέλι, το έφερνε στο σπίτι για να το τρυγήσει. Και έτσι πλημμύριζαν, απ΄ τη γνώριμη ζωοδότρα μυρωδιά, όχι μόνο τα πνευμόνια της αλλά και το σπίτι μας.
Σ’ αυτό το μελισσοτριγυρισμένο περιβάλλον λοιπόν γεννήθηκα κάποιον γλυκό και μυρωδάτο Ιούλη. Και τι περίεργο; Ενώ, ως έμβρυο ο βόμβος των μελισσών με γλυκονανούριζε, σαν μεγάλωσα λίγο με φόβιζε. Μα περισσότερο με φόβιζε το κεντρί τους. Και κάθε που τύχαινε να με πλησιάζει μια μέλισσα, έκλεινα τ’ αυτιά μου, έσκυβα το κεφάλι μου κι έτρεχα πανικόβλητη μέσα στο σπίτι για ν’ αποφύγω το επώδυνο τσίμπημα. Μάταια μου έλεγε η μητέρα μου να μην τρομάζω και να μην τρέχω. Δεν άκουγα τίποτα. Κι έτσι, εγώ το μελισσοπαίδι, απέφευγα την ενασχόλησή μου με τις μέλισσες με διάφορες δικαιολογίες. «Μακριά κι αγαπημένες», έλεγα.
Πέρασαν αρκετά χρόνια κι ήρθαν τα πράγματα έτσι που χρειάστηκε να δώσω ένα χέρι βοηθείας στη μητέρα μου και βρέθηκα πάλι κοντά τους. Και σιγά-σιγά ξεπέρασα τον παιδικό μου φόβο που με κράτησε χρόνια μακριά τους. Η αγάπη κι ο σεβασμός της μητέρας μου γι’ αυτά τα αξιοθαύμαστα μακροβιότατα έντομα στα οποία οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος η ύπαρξη ζωής στον πλανήτη, ενσταλάχτηκαν μέσα μου και, μαζί με τις μνήμες μου ως έμβρυο, με έδεσαν για πάντα μαζί τους.
Τώρα δεν τρέχω ν’ αποφύγω το κέντρισμά τους, αντίθετα το προκαλώ κιόλας, γιατί κι αυτό, όπως και τ’ άλλα αγαθά τους, το μέλι, η γύρη, η πρόπολη, ο βασιλικός πολτός και το κερί, είναι βάλσαμα για το σώμα και την ψυχή μας.
Η προτροπή μου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μέλισσας στις 20 Μαΐου, είναι: ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑ. Θα τη θαυμάσετε, θα την αγαπήσετε, θα σταματήσετε να τη φοβάστε, εσείς που τη φοβάστε. Κι είμαι σίγουρη πως θα κάνετε ό,τι χρειάζεται για να συνεχίσει να ζει στους αιώνες το μικρό αυτό πλάσμα που συμβάλλει στη συνέχιση της ζωής!
Τα θερμα συγχαρητηρια κα τις ευχαριστιες μας που μοιραστηκατε μαζι μας τοσο εξοχες, πρωτογνωρες και ιδιομορφες εμειρικες – βιωματικες σας γνωσεις και μαλιστα με ομορφο και λιτο λογοτεχνικο λογο. Να ειστε παντα καλα και να επαναλαβετε παρομοια κειμενα – δοκιμια που μας μπαζουν στον ομορφο μελισσοκομικο κοσμο και τη φυσικη ομορφια. Αρκετα εχουμε αποξενωθει κι απο τη μητερα φυση και τα αλλα δημιουργηματα της, κι αφηστε την κοινωνικη αποξενωση και την ερημια της ατελειωτης μοναξιας…
Με εκτιμηση και φιλικη αγαπη, Γιωργος Καραγεωργιου, συντχος νομικος, κοινωνιολογος ΧΑΝΙΑ.