» Paul B. Preciado (μτφρ. Αναστασία Μελία Ελευθερίου, εκδόσεις Αντίποδες)
Στις 17 Νοεμβρίου 2019, με κάλεσαν στο Παλέ ντε Κονγκρέ του Παρισιού για να μιλήσω μπροστά σε 3.500 ψυχαναλυτές στο πλαίσιο του συνεδρίου της Σχολής του φροϋδικού αιτίου με θέμα “Γυναίκες στην ψυχανάλυση”.
Ο Πολ Μπ. Πρεθιάδο, φιλόσοφος, συγγραφέας και εικαστικός επιμελητής, γεννήθηκε το 1970 στο Μπούργκος της Ισπανίας ως Μπεατρίς Πρεθιάδο. Αυτοπροσδιοριζόταν ως γυναίκα μέχρι το 2014, που ανακοίνωσε ότι ξεκινάει τη φυλομετάβαση και άλλαξε το όνομά του σε Πωλ.
Η κατάμεστη αίθουσα εκείνη τη μέρα έμοιαζε με ρωμαϊκή αρένα, ο καλοντυμένος όχλος διψούσε για αίμα, όταν το τέρας ανέβηκε στο βήμα. Είχαν κιόλας έτοιμη τη διάγνωση, γραμμένη και σφραγισμένη, η παρουσία του στην αίθουσα ήταν τυπική. Όμως το τέρας δεν ήταν διατεθειμένο να αφήσει τους ψυχαναλυτές να μυρίσουν τον φόβο του, παρά τα φώτα, δοκίμασε να τους κοιτάξει έναν έναν στα μάτια, θα έλεγε αυτά που ήθελε να πει σε εκείνους που έχουν καλλιεργήσει την ικανότητα να ακούν. Τους είπες πως νιώθει όπως ο πίθηκος στο διήγημα του Κάφκα, Αναφορά σε μια Ακαδημία, που στάθηκε μπροστά στις ψηλότερες επιστημονικές αυθεντίες για να τους εξηγήσει τι σημαίνει για εκείνον η ανθρώπινη εξέλιξη· ο Κόκκινος Πήτερ, που αιχμαλωτίστηκε από ένα τσίρκο και κατάφερε να γίνει άνθρωπος. Σύντομα θα αφήσει στην άκρη τους συμβολισμούς και τις αναλογίες. Ο όχλος δεν αργεί να δείξει τη δυσαρέσκειά του ζητώντας από έναν αόρατο αυτοκράτορα να στρέψει τον αντίχειρα καταδικαστικά. Η οργή κρύφτηκε πίσω από γέλια και χάχανα.
Αμφιταλαντεύτηκα έντονα για το αν θα έγραφα λίγα λόγια για το βιβλίο αυτό. Δεν έχω τη σκεύη για κάτι τέτοιο, σκεφτόμουν, ούτε την επιστημονική ούτε τη βιωματική. Πρόσφατα διάβασα το Περί αυτοκτονίας (Λάγιος, Θ. & Λέκκα Β., 2020, futura). Η αυτοκτονία είναι κάτι που με απασχολεί έντονα, η πρόσληψή της ιδίως, ο μεταιχμιακός χαρακτήρας της, επίσης. Στο βιβλίο αυτό γινόταν μια κριτική προσέγγιση στο πώς αντιμετωπίζεται η αυτοκτονία, σε πλαίσιο ιστορικό αλλά και κοινωνικοπολιτικό, τον τρόπο με τον οποίο η ψυχιατρική, διαδεχόμενη την εκκλησία, έχει αναλάβει την αποκλειστική εργολαβία ως προς τη διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες ένα άτομο αποφασίζει να αυτοκτονήσει· την πρόληψη και την τιμωρία, επίσης. Όταν διάβασα την ομιλία του Πρεθιάδο, παρότι αδυνατούσα να ακολουθήσω το σύνολο του στοχασμού και της κριτικής του, ένιωθα έναν θυμό αντίστοιχο με εκείνον που νιώθω όταν διαβάζω δοκίμια σχετικά με την αυτοχειρία, αλλά και την κάλυψη ενός κενού που η περί αυτοκτονίας βιβλιογραφία έχει, καθώς πέρα από το αυτοκτονικό σημείωμα, ο αυτόχειρας στέκει σιωπηλός, ανίκανος πια να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε αυτή την ιδιότυπη δίκη προθέσεων και εξηγήσεων που λαμβάνει χώρα εκ των υστέρων. Εδώ το τέρας πήρε τον λόγο.
Σε αρκετά σημεία της ομιλίας του, που δεν κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει, ο Πρεθιάδο υποθέτει τι σκέφτονται οι ψυχαναλυτές και μοιράζεται μαζί τους τις διαγνώσεις και τις βεβαιότητές τους, τα συμπλέγματα και τους φθόνους που κατά εκείνους εξηγούν τα πάντα. Ένα και ένα κάνουν δύο. Δεν είναι έτσι, δεν είναι πια έτσι, μοιάζει να τους λέει, η θεωρία σας πια δεν φτάνει, δεν είναι αρκετή, πρέπει να ανοίξει προς νέες κατευθύνσεις, να ξεφύγει από τη συντήρηση, να συναντήσει το μεταποικιακό περιβάλλον και τα πολιτικά κινήματα, να εγκαταλείψει τη δυαδικότητα ως υπέρτατη και μοναδική αλήθεια. Εκείνος, έχοντας περάσει χρόνια σε ντιβάνια και καρέκλες ψυχολόγων και ψυχιάτρων διαφόρων σχολών, άλλοτε από επιλογή και άλλοτε ως μέρος της διαδικασίας μετάβασης, και έχοντας παράλληλα μελετήσει σε βάθος τη θεωρία, φέρνει ενώπιον τους το βίωμα, με έναν λόγο επιστημονικά συγκροτημένο αλλά όχι στεγνό, έναν λόγο διάχυτο από θυμό. Η επιστήμη όταν παύει να είναι ρηξικέλευθη, λιμνάζει. Όταν φοβάται την αποκαθήλωση, υψώνει τείχη. Η εξέλιξη ωστόσο είναι αναπόφευκτη, το αύριο θα έρθει. Ο Πρεθιάδο δεν παραγνωρίζει τα δικά του προνόμια, το γεγονός πως αποτελεί μάλλον την εξαίρεση παρά τον κανόνα, πως για εκείνον κάποια πράγματα είναι πιο εύκολα. Με την ταυτότητα του άντρα στην τσέπη, με το κύρος του ακαδημαϊκού και του αναγνωρίσιμου εικαστικού επιμελητή, οι πόρτες ανοίγουν, οι δρόμοι είναι ασφαλείς. Παραμερίζει για να φανερώσει τα καθημερινά θύματα στα σκοτεινά σοκάκια σε όλο τον κόσμο, υψώνει τη φωνή του για να ακουστεί και πέρα από τα όρια της αίθουσας αυτής, να μιλήσει για εκείνα αλλά όχι εξ ονόματός τους. Φέρνει το πολιτικό στην ψυχολογία, κάτι το οποίο επιμελώς αγνοείται.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας ο όχλος γιούχαρε, τον αποκάλεσε ναζί, γελούσε μαζί του. Ο Πρεθιάδο πέτυχε κάτι σπουδαίο στην αίθουσα αυτή, έφερε μέρος των συνέδρων στη θέση του τέρατος, τους έκανε να νιώσουν πώς μπορεί να μοιάζει να είσαι διαφορετικός σε ένα περιβάλλον ομοιομορφίας. Αναφέρομαι σε εκείνους τους λίγους ή πολλούς που σιώπησαν, που δεν τόλμησαν να υψώσουν ανάστημα στους συναδέλφους τους, να τους ζητήσουν να σταματήσουν, να σεβαστούν και να ακούσουν. Σε εκείνους που δίστασαν να σηκώσουν το χέρι στην ερώτηση αν στην αίθουσα υπάρχει κάποιος, κάποια ή κάποιο ομοφυλόφιλος/-η, διεμφυλικός/-ή ή μη δυαδικός/-ή ψυχαναλυτής/-τρια, αφήνοντας μια σιωπή με διάσπαρτα χάχανα να κυριαρχήσει. Σε εκείνους που την επόμενη μέρα αποφάσισαν να συγκρουστούν και να προκαλέσουν τη διάσπαση της Σχολής του φροϋδικού αιτίου. Σε εκείνη τη σιωπηλή μάζα εκεί έξω που δεν σηκώνει το ανάστημά της επιτρέποντας σε θλιβερές μειοψηφίες να μιλούν για λογαριασμό μας προσμετρώντας μας στις δυνάμεις τους. Και δεν έχει να κάνει μόνο με ζητήματα φύλου και ταυτότητας αυτό.
Το ελάχιστο που κάνουν κείμενα όπως αυτό είναι να συμβάλλουν στη συζήτηση, να δημιουργούν ρήγματα και να ανοίγουν δρόμους στη σκέψη. Δεν είναι κείμενα ενιαίας πρόσληψης, κάθε αναγνώστης προσέρχεται με τις δικές του εμπειρίες και προσλαμβάνουσες. Εξέρχεται πάντως διαφορετικός.