Aυτοί που βασάνισαν και δολοφόνησαν την Ελένη, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για το άγριο, το ειδεχθές έγκλημά τους. Αποδόθηκε, λέει, δικαιοσύνη!
Και τι μ’ αυτό! Ποιος θα ξαναδώσει ζωή στην Ελένη; Ποιος θα μπορέσει να παρηγορήσει, να δώσει πίσω στους γονείς της όλα όσα τους στέρησαν; «Είμαστε ψυχικά νεκροί» ψέλλισε ο τραγικός πατέρας της μετά την δίκη…
Eνα από τα παραμύθια που μου έλεγε η μάνα μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν για μια μάνα. Μια μάνα χωρίς χρώμα, όνομα, πατρίδα, θρησκεία, κοινωνική τάξη. Hταν απλά μια μάνα! Μια μάνα που έχασε το μονάκριβο παιδί της και, τρελή από την αγωνία, γύριζε παντού, περνούσε κάμπους και βουνά, έσχιζε ποτάμια και ωκεανούς και το γύρευε. Στο δρόμο της αντάμωνε τέρατα και μάγισσες, στοιχειά της φύσης και λάμιες κακές. Κι όλα και κάτι της γύρευαν απ’ τον εαυτό της, για να της δείξουν τον δρόμο για το παιδί της. Ενα, γύρεψε τα μαύρα πλούσια μαλλιά της! Ενα, τα κάτασπρα δόντια της! Ενα, τη γλυκιά της τη φωνή! Ενα τα ολοφώτεινα μάτια της! Ενα, τα χέρια της! Ενα, τα πόδια της! Ενα, τη νιότη της! Ελλο, λάμια ήταν αυτό θαρρώ, γύρεψε την καρδιά της! Κι η μάνα τα έκοβε ή τα ξερίζωνε όλα αγόγγυστα και τους τα έδινε! Φτάνει να εύρισκε το παιδί της!.. Θυμάμαι, πάντα ρωτούσα με αγωνία τη μάνα μου, πώς εκείνη η μάνα με δίχως πόδια και χέρια, με δίχως φωνή και μάτια, με δίχως καρδιά και μ’ όλα αυτά τα δίχως, θα μπορούσε να φτάσει, να δει, να μιλήσει, ν’ αγκαλιάσει το παιδί της! «Θα μπορέσει! Θα μπορέσει! Αμα το… βρει!» μου απαντούσε η μάνα μου, κομπιάζοντας. Δεν καταλάβαινα τότε την απάντησή της…
Βλέποντας τους ορφανεμένους γονείς της αδικοχαμένης Ελένης, ακούγοντας το «είμαστε ψυχικά νεκροί» από το στόμα του πατέρα της κατάλαβα τι ήθελε να πει με το παραμύθι της η μάνα μου. Δεν ήταν οι λάμιες και τα στοιχειά της φύσης ούτε τα τέρατα κι οι μάγισσες που πήραν απ’ τη μάνα τη νιότη, τα μάτια, τα μαλλιά, την καρδιά της… Οχι.
Ηταν ο χαμός του παιδιού της… Αυτοί που βασάνισαν και δολοφόνησαν την Ελένη, δολοφόνησαν μαζί της και όλα όσα ήταν για την μάνα και τον πατέρα της το παιδί τους: Τα μάτια, το φως, τον ήλιο, τ’ αστέρια, το γέλιο, το κλάμα, την χαρά, τη φωνή, το τραγούδι, τα όνειρα, τις ελπίδες, το κουράγιο, την απαντοχή, την πνοή, την ανάσα, την άνοιξη. Ολο τον κόσμο τους. Την καρδιά και την ψυχή τους. Την ζωή τους. Αυτοί που βασάνισαν και δολοφόνησαν την Ελένη, έσυραν στην «μαύρη πομπή» των χαροκαμένων, αυτούς που της χάρισαν την ζωή. Τους καταδίκασαν να πονούν, να βασανίζονται και να την αναζητούν παντού. Να είναι, χωρίς την Ελένη τους, μια ΜΑΝΑ κι ένας ΠΑΤΕΡΑΣ, ορφανοί. Δυο άνθρωποι, ψυχικά νεκροί. Και όχι μόνο…
Αγαπητή μας Ευδοκία,
αλήθεια, με τον λιτό, όμορφο και περιεκτικό λόγο σου, έδωσες με μοναδικό και παραστατικό τρόπο την εικόνα και την κοινωνική πραγματικότητα του ψυχικού θανάτου και, ειδικότερα, των γονιών της άτυχης κοπέλας Ελένης Τοπαλούδη.
Έτσι, για απλή επιβεβαίωση της ανωτέρω συγκλονιστικής -σπαρακτικής θα έλεγα- αφήγησης, θα προσθέσω δύο γραμμές: Τα δύο βασικά δομικά στοιχεία του ανθρώπου είναι ο Νους [Γνώση – Λογική] και η Ψυχή [που πάει να πει ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ -ΗΘΙΚΗ]. Ας σκεφθούμε κι αναλογιστούμε όλοι μας, συνακόλουθα, τί σημαίνει “ψυχικός θάνατος” για τους άμοιρους γονείς της Ελένης…
Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.