Ναι! Είναι η ώρα εκείνη… Ξέρεις καλά ποια! Εκείνη η μαγική που η ζέστη αρχίζει να υποχωρεί κι ο ήλιος να πέφτει κι οι σκιές να βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και το νυχτολούλουδο να μυρίζει!
Η ώρα που βγαίνεις να ποτίσεις τις γλάστρες και ν’ απολαύσεις το διψασμένο γουργουρητό του χώματος καθώς ρουφάει το νερό. Η ώρα που κατεβαίνεις για βόλτα, στη δροσιά, μ’ ένα φίλο ή με το σκύλο, να περπατήσεις, να κουβεντιάσεις, να χαζέψεις. Αργά, νωχελικά… Η ώρα που βλέπεις τους τελευταίους λουόμενους ν’ αποχωρούν από την παραλία, αλλά εσύ παραμένεις πάνω στην χλιαρή, την κρύα σχεδόν πια, άμμο, με το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα! Γιατί δεν βιάζεσαι να γυρίσεις στο σπίτι απόψε, λες να περιμένεις το ηλιοβασίλεμα. Και μια φέτα παγωμένο καρπούζι σε αναμένει στο ψυγείο για βραδινό. Δεν θέλεις, δεν χρειάζεται να μαγειρέψεις. Κι οι φωνές των μικρών παιδιών και των σκανταλιάρικων τζιτζικιών αρχίζουν να ξεμακραίνουν. Είναι η ώρα που βγαίνεις στο μπαλκόνι μ’ ένα βιβλίο, με τη μυρωδιά από το φιδάκι και τον ήχο της τηλεόρασης ν’ ακούγεται θαμπά από μέσα.
Είναι η ώρα του καλοκαιριού! Της ραστώνης και της ξεγνοιασιάς, της γλυκιάς ηρεμίας. Η ώρα που δεν υπάρχει ώρα… Ένα υπέροχο όνειρο θερινής εσπερίδας! Άραγε τη θυμάται κανείς; Τη ζει ακόμα κανείς με τις δουλειές και τους λογαριασμούς να τρέχουν, με τις ειδήσεις – σειρήνες να μας στοιχειώνουν, με το ψυχρό, γαλάζιο βλέμμα των οθονών να μας τυφλώνει, με ορατούς και αόρατους εχθρούς να μας παραμονεύουν…;
*Η Γιούλα Κανιτσάκη είναι φιλόλογος