Η Δανάη και ο Στράτος είναι ένα ζευγάρι που θα ζήλευαν πολλοί. Φαινομενικά είναι το τέλειο ζευγάρι. Δείχνουν πολύ ερωτευμένοι και πολύ ταιριαστοί. Ακόμα και η εξωτερική τους εμφάνιση προκαλούσε τη ζήλια. Εκείνος, ψηλός μελαχρινός, αθλητικό γραμμωμένο κορμί και πράσινα μάτια.
Εκείνη επίσης ψηλή, με τέλειες αναλογίες. Φυσική κοκκινομάλλα με γαλάζια μάτια.
Μόνο που εκείνος είχε κάνει τις σπουδές του, τα μεταπτυχιακά του μιλούσε τρεις γλώσσες.
Ενώ η Δανάη, δεν είχε τις ίδιες ευκαιρίες. Μετά το λύκειο ήταν αναγκασμένη να δουλεύει, κάποιες φορές και σε δύο δουλειές.
Τα τελευταία 5 χρόνια της δεκάχρονης σχέσης τους συγκατοικούσαν. Τα πρώτα χρόνια της συμβίωσης ήταν ιδανικά τα ζούσαν υπό την επήρεια της ερωτοπληξίας. Μετά την ερωτοπληξία και αφού καταλάγιασε το πάθος και ξεθώριασε ο έρωτας, άρχισαν τα προβλήματα. Έτσι συμβαίνει με τη συμβίωση. Ένα Σάββατο αργά τη νύχτα, μετά από ένα άγριο διαπληκτισμό, η Δανάη με θυμό, με μίσος και μία δόση ειρωνείας έως απαξίωσης του πετάει κατάμουτρα.
– Είναι ωραίο να απογειώνεσαι, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να προσγειωθείς, Στρατάκο αγαπημένε μου μεγάλε έρωτά μου. Το πώς θα προσγειωθείς εξαρτάται μόνο από σένα και μόνο. Πώς θα χειριστείς την πτήση, για να αποφύγεις την πτώση. Ή θα προσγειωθείς ομαλά ή θα πέσεις απότομα πάνω σε κοφτερά βράχια με το κεφάλι. Άντε γεια σου τώρα.
Δίνει μια την πόρτα και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα.
Εκείνος, δεν αντέδρασε. Δεν προσπάθησε να την συγκρατήσει, δεν έτρεξε πίσω της.
– Άσε μας κυρία Δανάη, μουρμούρισε με αυταρέσκεια. Σιγά μη σε παρακαλέσουμε κιόλας. Το μοναστήρι να είναι καλά… Ευτυχώς που έφυγες μόνη σου πριν αναγκαστώ να σε διώξω.
Δεν του ήταν αρκετή πια η Δανάη. Τελευταία ήταν απογειωμένος. Πετούσε στα σύννεφα. Έδειχνε ευτυχισμένος. Ήταν απόμακρος, αλλά δεν μοιράζονταν τίποτα με τη σύντροφό του.
Είχε καταφέρει να κατακτήσει τη θέση του διευθυντή σε μια πολυεθνική εταιρία. Είχε όντως τα προσόντα. Περιτριγυρίζονταν από υψηλόβαθμα στελέχη απ’ τον επιχειρηματικό κόσμο, τον χώρο της πολιτικής και της τέχνης. Και βέβαια παχυλό μισθό, μπόνους, διακρίσεις και πολλά ανεβαστικά.
Ένας ωραίος άντρας με τέτοια ξεχωριστή θέση με οικονομική άνεση ήταν φυσικό να περιτριγυρίζεται από ωραίες γυναίκες. Ερωτεύτηκε ένα δίμετρο μοντέλο. Αυτός ο κεραυνοβόλος έρωτας τον απογείωσε. Ήθελε πάντα να την εντυπωσιάζει. Την πήγαινε σε ακριβότερα ρεστοράν. Πολυδάπανα ταξίδια, ακριβά δώρα πετούσε στους εφτά ουρανούς.
Η Δανάη του φαινόταν πολύ απλοϊκή και όλο απομακρύνονταν.
Η Δανάη όμως, είχε τόση δύναμη ψυχής και τόση αξιοπρέπεια που προτίμησε να φύγει έτσι… ξαφνικά. Δεν ήταν του χαρακτήρα της να ικετεύει την αγάπη και το σεβασμό. Δεν ήθελε να είναι δίπλα του παραγκωνισμένη. Συνέχισε να εργάζεται στο πολυκατάστημα ως πωλήτρια και ως υπεύθυνη κάποιου τμήματος. Είχε την εκτίμηση και το σεβασμό των εργοδοτών και συναδέλφων της. Δεν ήταν καταναλωτικό άτομο. Ζούσε απλοϊκά. Της άρεσε η απλή ζωή.
– Ζω το μεγαλείο της απλότητας, έλεγε στη φίλη της την Ελπινίκη. Ποτέ δε μου άρεσαν οι αστοί οι μικροαστοί και οι νεόπλουτοι. Ούτε ο αστικός τρόπος ζωής. Αυτοί θέλουν να έχουν και να φαίνονται εγώ θέλω να είμαι και να νοιώθω.
Έλα όμως που η ζωή είναι απρόβλεπτη και ανατρεπτική. Έρχονται τα πάνω κάτω. Οι πρώτοι έσονται δεύτεροι και οι έσχατοι οι έρχονται πρώτοι. Ήρθε η εποχή των ισχνών αγελάδων. Οικονομική κρίση. Έγινε και το κραχ της πολυεθνικής και ο Στρατάκος έμεινε άνεργος χωρίς κανένα απόθεμα ενώ θα μπορούσε όλα αυτά τα χρόνια. Έπρεπε και να συντηρεί το πολυτελές σπίτι και το αυτοκίνητο. Οι δήθεν φίλοι και οι δήθεν ερωτευμένες γυναίκες τον εγκατέλειψαν. Φτερό στον άνεμο ο Στρατάκος… και πολύ μοναξιά. Από κι που ήταν απογειωμένος και μεθυσμένος από τη δόξα και το χρήμα και την καλή ζωή, προσγειώθηκε απότομα και οδυνηρά με το κεφάλι πάνω σε κοφτερά βράχια.
– Καλά μου τα ‘λεγε εκείνη η ψυχή, η Δανάη, κι άρχισε να τη σκέφτεται έντονα. Αποδείχθηκε πως εκείνη είχε δίκιο και ήταν όντος ένας υπέροχος άνθρωπος.
– Θα πάω να τη βρω κι ας με φτύσει. Άλλωστε μου αξίζει το φτύσιμο και όχι μόνο, αλλά και η τιμωρία.
Μα δεν είναι τέτοιος άνθρωπος η Δανάη. Σάββατο μεσημέρι, ώρα τρεις τότε σχολούσε η κοπέλα βγαίνοντας απ’ το κατάστημα την περίμενε μία έκπληξη. Απέναντι ο Στράτος, την πλησιάζει διατακτικά, ελαφρώς καμπουριασμένος και λίγο σκασμένο το κεφάλι. Σαν παιδί που έκανε ζαβολιά και φοβάται μην το δείρουν.
– Οχ! Κάνει η Δανάη, Θεέ μου, τι να κάνω τώρα; Πώς να τον αντιμετωπίσω; Να τον τιμωρήσω; Να τον δώσω μία ευκαιρία; Να τον αγνοήσω; Μα ήταν ο μεγάλος μου έρωτας.
Πήρε γρήγορες στροφές. Τον πλησιάζει με χαμόγελο πιάνει το πηγούνι του ανασηκώνει το κεφάλι του και του σκάει φιλί. Στρατάκο! Ζητάνε αποθηκάριο στη δουλειά μου είσαι;
– Είμαι… με χίλια. Αρκεί να ‘μαι δίπλα σε κάποια που θα με προσγειώνει και θα με μυήσει στην απλότητα.