«Είπες ΌΧΙ, απλά.
Και στάθηκες µε το µπόι τεντωµένο
τα πόδια ανοιχτά
πάνω στο σύνορο
της Ιστορίας·
Είπες ΌΧΙ.
Και ήταν η πρώτη ντουφεκιά
που έπεσε µέσα στο χιονισµένο πρωί
από την κάνη της αξιοπρέπειας.
Απέναντι σου ήταν η δύναµη.
Ήταν τα τανκς, τα αεροπλάνα,
οι στόλοι, τα «ιµπέριουµ»
και τα «µάρε νόστρουµ»».
Κι εσύ γυµνός,
µέσα στην παγωνιά της Πίνδου,
µε την ψυχή στα χέρια σου ξίφος,
λογχίζεις και προκαλείς τη Μοίρα.
Όχι!
Η πέτρα,
ο χιονισµένος θάµνος,
χιονάνθρωποι που σε σαρκάζουν.
Λειψή η κουβέρτα σου
δε σκεπάζει
τη χιονισµένη λεβεντιά σου
παλικάρι της Αλβανίας.
Είπες ΌΧΙ.
Είχες στο γυλιό σου τον ήλιο,
την αρχοντιά του λαού µας,
τη λευτεριά
και τα µικρά όνειρα
των απλών ανθρώπων του κόσµου.
Είπες ΟΧΙ,
και ντουφέκισες
µε µιαν αχτίνα φως
το σκοτάδι της απέναντι νύχτας.
Είπες ΌΧΙ,
και ξαφνιάστηκε η καταχνιά
και γέµισαν άστρα
οι δρόµοι τ’ ουρανού.
Είπες ΌΧΙ,
κι έσφιξες τα δόντια και
τα χείλη
σπέρνοντας την άπλα
του χιονιού
µε πέταλα
από µατωµένα γαρίφαλα.
Είπες ΌΧΙ,
κι έκαµες έπος αιµάτινο
την απλή Ιστορία
των τελευταίων ηµερών
του Οκτώβρη.
Είπες ΌΧΙ,
κι έκαµες την ψυχή σου καρφί
να κρεµάσεις
στον πέτρινο τοίχο του χρόνου
τον ηµεροδείχτη του Σαράντα.
Είπες ΌΧΙ,
κι έσβησες
µε τη µατωµένη σου παλάµη
τη ντροπή από το πρόσωπο
του κόσµου.
Είπες ΌΧΙ
παλικάρι της Τρεµπεσίνας
κι έκαµες
τη µατωµένη πέτρα σου
υποβολείο χρέους.
Είπες ΌΧΙ
απλά κι αβίαστα
ξεκλειδώνοντας τις πύλες
της αθανασίας,
σαν να βγαζες το κλειδί από
την τσέπη σου για να µπεις στο
ειρηνικό σου καµαράκι.
Είπες ΌΧΙ
κι είδες στον κάµπο
του Ελβασάν
να ξαναβάφονται τα ξεχασµένα λουλούδια µε χρώµα.
Είπες ΌΧΙ
και το πήρε απ’ τα χείλη σου
ο κόσµος
να το κάµει τραγούδι.
Είπες ΌΧΙ
ένα καντήλι ζυγιάστηκε
µέσα στη νύχτα.
Κι η Πίνδος,
εικονοστάσι της Λευτεριάς».
Το κείµενο – ποίηµα αντέγραψα από την ενδιαφέρουσα πλουραλιστική συλλογή του επικού κυρίου Μηνά Παπαδάκη (επιµέλεια).
Ο ποιητής είναι ο Σ. Σταυρακάκης, τον οποίο ευχαριστώ γιατί τη συγκίνηση που µου πρόσφερε µε συµβολισµούς,
νοήµατα και εικόνες.
Χρόνια πολλά.