Ο µακαριστός Ειρηναίος Γαλανάκης λάτρευε τα Λευκά µας Όρη, τη Μαδάρα και την αγάπη του αυτή την εκδήλωνε σε βιβλία, άρθρα και οµιλίες του. Και ακόµη όταν τον συναντούσα και µου διηγιόταν αναβάσεις του ιδίως στο Αψηλό Άγιο Πνεύµα ακόµη και στη Γερµανική κατόχη.
Όπως τα Χανιά µας, ολόκληρη η Κρήτη και η Ελλάδα µας, µα και πέρα απ’ αυτήν και οι Μαδάρες θα τον θυµούνται αιώνια.
Μερικά από ό,τι έγραψε γι’ αυτές παραθέτω στη συνέχεια και µέσα από αυτές τις λίγες γραµµές ξεπηδά η αγνή και όµορφη ορειβάτισσα ψυχή του.
«…Αντίπερα µου ψηλώνουν τα περήφανα βουνά, οι τραγουδισµένες Μαδάρες και κάτω µου απλώνεται η θάλασσα, που τόσο χαϊδευτικά αγκαλιάζει το νησί µας. Να ο κόσµος που ζω και στοχάζοµαι πλάι στο ερπετό και το έντοµο, αδέρφι στις τόσες άλλες αδερφικές ζωές της Μάνας φύσης, πολλές φορές παίζω µε τα µυρµήγκια και τα άλλα ελάχιστα πλάσµατα της γης. Ω! θεία ποίηση των πραγµάτων!… Σ’ ευχαριστώ, γιατί µ’ έκανες να βλέπω πολλά και να νιώθω ακόµη περισσότερα µέσα στην όµορφη πλάση.
Ψηλά βουνά, αδέλφια µου ψηλά Βουνά, πόσο µε σέρνει η µοναξιά και η µεγαλοσύνη σας. Το θυµούµαι καλά αυτό από τις παιδικές µου αναµνήσεις. ∆εν µ’ άρεσαν καθόλου οι κάµποι και τα χαµηλώµατα κι αν κάπου – κάπου. Βρισκόµουνα σε χαµηλό τόπο, ανέβαινα στην κορυφή κάποιου δέντρου για να µην είµαι χαµηλά. Ψηλά βουνά µε τις περήφανες κορφές, που γεµίσατε τόσες φορές την ψυχή µου µε υψηλά φρονήµατα και µε γενναίους στοχασµούς. Μήπως ο Θεός δεν µίλησε τόσες φορές πάνω από τις συννεφοσκέπαστες κορυφές σας. Μήπως οι Προφήτες και οι Ερηµίτες δεν πήραν από τους κεραυνούς σας εκείνη τη φωτιά της καρδιάς για ν’ ανάψουν στις ψυχές των λαών και των πατρίδων το φως της µετάνοιας και της σωτηρίας; Αδέλφια µου ψηλά Βουνά ευλογηµένα να ’στε. Ανέβηκα τόσες φορές πάνω στις απάτητες κορφές σας και κατέβηκα µέσα στις βαθιές χαράδρες σας. Είδα τις ρίζες των αιωνίων δέντρων, που τρυπώνανε βαθιά στους βράχους σας, ήπια νερό από τις κρυστάλλινες πηγές σας και πλάγιασα -τη µέρα και τη νύχτα στους ίσκιους και τους θάµνους σας. Στάθηκα τόσες φορές στα ύψη σας και κοίταξα µακριά τη θάλασσα και τη στεριά. Κι ακόµη πιο µακριά από τη θάλασσα και τη στεριά, κοίταξα βαθιά τον µεγάλο ορίζοντα κι ήθελα να δω τα σύνορα του άλλου κόσµου».
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΑΠΟΚΟΡΩΝΑ
«Πόσοι έχουν πει µέχρι σήµερα, Κύριε, αυτό τον ψαλµικό θαυµασµό για τα έργα της δηµιουργίας Σου;
Πόσοι άγιοι ποιητές, ζωγράφοι, ερηµίτες, ‘‘φυσιολάτρεις’’;
Πόσοι µύστες των φυσικών επιστηµών, γεωλόγοι, αστρονόµοι, βοτανολόγοι, βιολόγοι..;
Πόσοι παλιοί και πόσοι καινούργιοι θαυµαστές του κόσµου, που δηµιούργησε η άπειρη σοφία και πρόνοιά Σου, Κύριε.
Από τoν θαυµασµό λέγω και γω σαν στέκω και κοιτάζω τον όµορφο κόσµο γύρω µου, από το πατάρι του Αποκόρωνα, την Αγία Σοφία.
Σαν βλέπω κάθε πρωί τον ήλιο να πετά το φως του απέναντί µου στις κορφές του Σπαθιού, του Σωρού και της Κόρδος (Μαδάρες) να τις βάφει κόκκινες, ασπροκόκκινες.
Και κάθε απόγευµα να τις αποσέρνει σιγά-σιγά, να ισκιώνει τις πλαγιές και τις χαράδρες και να βασιλεύει ολοπόρφυρος πίσω από τις Καµπιανές Κεφάλες. Σαν βλέπω τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι να προβαίνει σιωπηλό από τα ∆ραπανοκεφαλα, να µεσουρανεί πάνω από τη Βαγγελίστρα του Φρε και να χάνεται πίσω στα Κεραµιανά βουνά».
* * *
«Κάθοµαι κι αναστορούµαι τις πηγές και τις βρύσες στον Αποκόρωνα. ∆ε µιλώ πια για τις βασιλικές φλέβες που τρέχουν στον Στύλο, στους Αρµένους, στις Βρύσες και τη Γεωργιούπολη και ποτίζουνε τα λιγοστά λιβάδια του.
Θέλω να µιλήσω για κείνες τις µικρές βρυσούλες που µουρµουρίζουν στα βουνά και τα φαράγγια του.
Στο Τσεπέλι, στις Γούρνες, στον Μπούµπουλο και τα Αµπέλια πάνω στις βουνοπλαγιές και χαµηλότερα στον Αγιο Μάµα, στα Κυριακοσέλια, τα Μονοσκαφίδια, τη βρύση στις Καρές, στον Τζιτζιφέ, το Ραφιόλι, στο Νίππος, τον Αγιο Αντώνη στο Μπρόσνιερο. στους Μαχαιρούς, το Σωποτό, στην Κάινα, τα Κορίτα στα Πεµόνια, το Λουτρό του Φρε, στον Μαθέ».
ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ ΚΟΡΥΦΕΣ
«Από το πατητήρι της Αγίας Σοφίας βιγλίζω τις αντικρινές Μαδάρες και στοχάζοµαι:
Τα χιόνια του χειµώνα αποσύρονται σιγά – σιγά από τις βουνοπλαγιές και σκαρφαλώνουν στις ψηλότερες κορφές των. Τα χιόνια λιώνουν και φεύγουνε από την Κόρδα, από τις Χωσές και τις Γούρνες, από το Κουβάτσι και τ’ Αµπέλια. Οι πλαγιές των µαύρισαν πρώτα και τώρα αρχίζουν να πρασινίζουν.
Τα χιόνια αποτραβιούνται στις ψηλότερες κορφές: Στο Σπαθί, στ’ Άγιο Πνεύµα, στης Γρας το Σωρό. Και θα µείνουν εκεί ως το µεγάλο καλοκαίρι που θα ’ρθει να τα λιώσει ο λίβας της Αφρικής. Και τα χιόνια που λιώνουν πάνω στις λευκές κορφές κατεβαίνουν ´υπόγεια´ και µυστηριακά χαµηλά στα κατωµέρια και ποτίζουν λιβάδια, πλαγιές, περιβόλια, γλάστρες και µπαξέδες…
Κοιτάζω τούτες τις ψηλές κορφές της Μαδάρας και στοχάζοµαι τις άλλες λευκές κορφές της Κρήτης, τους ασπροµάλληδες παππούδες της. Κάποιους στερνούς ζευγολάτες και καπετάνιους της, ιερωµένους, δασκάλους που βαστούνε στα κεφάλια των και στις καρδιές των τη γνωστικάδα της Κρήτης και την ξεχύνουν χαµηλά σε παιδιά και εγγόνια και θρέψουν και ποτίζουν τις φαµίλιες της και τις γενιές της… Κι όπως απάνω στις Μαδάρες ξεχωρίζει η κορφή του Αγίου Πνεύµατος, το ίδιο κι ανάµεσα στα λευκά κεφάλια της κρητικής φρονιµάδας πρέπει να ξεχωρίζουν οι κορυφαίοι του Αγίου Πνεύµατος.
«Πάντα χορηγεί το πνεύµα το Άγιον…
αγραµµάτους σοφίαν εδίδαξεν,
αλιείς Θεολόγους ανέδειξεν…».
Αν ήθελε κανείς να γκρεµίσει και να βγάλει από τα Λευκά Όρη την κορφή του Αγίου Πνεύµατος σίγουρα θα πέφτανε κι άλλες κορφές κι όλες οι πλαγιές των. Το ίδιο και κείνοι που θα ’θελαν να βγάλουν από την παιδεία και την παράδοση της Κρήτης το πνεύµα του Θεού, είναι σαν να γκρεµίζουν και τις άλλες πνευµατικές κορφές της.
Άραγε τι να νιώθουν οι Μαδάρες της Κρήτης σαν βλέπουν τα γάργαρα νερά των να χύνονται σε βόθρους και χοιροκυλίστρες. Κι άραγε τι να νιώθουν οι φρόνιµες κορφές της Κρήτης, όταν η γνωστικάδα των χύνεται σε λερωµένα από την άρνηση και τον λαϊκισµό «ακάθαρτα πνεύµατα» της εποχής µας;».