Ξυπνάω αδειούχος. Εντοπίζω την θέλησή μου να παραμείνω θετικός στο όνειρο, γνωρίζοντας την υψηλή, πρωινή του θνητότητα. Αδυνατώ να υπολογίσω την ακριβή ώρα και το βλέμμα αδιαφορεί να την επιβεβαιώσει. Το τελευταίο σαββατοκύριακο Αυγούστου με βρίσκει με αποτυχία ιχνηλάτησης όλων των βημάτων του καλοκαιριού, που με έφεραν μέχρι εδώ. Ξυπνάω άδειος.
Πενήντα μία λέξεις για να περιγράψω την αφύπνισή μου, ενώ θα μπορούσα να τα πω όλα με μία: βαριέμαι. Όταν μικρό παιδί ξεστόμιζα το ρήμα “βαριέμαι”, υποτιμητικά μάτια καρφώνονταν πάνω μου. Οι γονείς, οι γείτονες, οι λοιποί συγγενείς. Όταν το ξεστόμιζα έφηβος, θορυβημένα μάτια με διαπερνούσαν. Φίλοι με εξειδίκευση σε επαναστάσεις απογευμάτων Παρασκευής, απογοητευμένοι καθηγητές, έρωτες, γυναίκες και λοιπές γκόμενες. Τώρα πια δεν το χρησιμοποιώ. Παρότι συχνά πυκνά γεννιέται στο στόμα μου, καταφέρνω να το καταπίνω σαν μαλακή κάψουλα βορειοευρωπαϊκού μουρουνέλαιου, που θα μου δώσει την υγεία και τη χαρά να βαριέμαι κρυφά, μέχρι τα εκατό μου.
Μέτρησα; Όχι! Από σήμερα σταματώ την καταμέτρηση. Μια ολόκληρη άνοιξη βαρέθηκα να μετρώ τον πόνο ανώνυμων συνανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Πόνο και αγωνία που απρόσωπα με έμαθαν να αποκαλώ “κρούσμα”. Μέτρησα την αμηχανία των πολλών, όταν τις μέρες της καραντίνας αναγκάστηκαν να βρεθούν αντιμέτωποι με αυτό που κατά τα άλλα αποκαλούσαν “αγαπημένη οικογένεια”. Μέτρησα διασωληνωμένους που έφερναν το σύστημα υγείας στα όριά του. Μέτρησα την “πίστη” που από ουράνια φιλοσοφία και στάση ζωής, εγκλωβιζόταν σε στασίδια εκκλησιών και πολλαπλής χρήσης κουταλάκια μιας Θείας Κοινωνίας, που υποβαθμιζόταν στο επίπεδο κοινής αντιβίωσης. Μέτρησα υποκείμενα νοσήματα και απολύμανα ύποπτα αντικείμενα. Μέτρησα την ευαισθησία του κ. Τσιόδρα, αλλά υπέκυπτα στο πρωτόκολλο του κ. Χαρδαλιά, που κατέθετε με πάθος το αλάθητο των κυβερνητικών χειρισμών και τον ηρωισμό των πολιτών. Μόνο όμως όταν του έβγαιναν βολικά τα στατιστικά της πανδημίας.
Σήμερα, μετρώ μόνο τη διάθεσή μου, στην καρδιά μιας ακόμη άπνοιας, μιας ακόμη κοινής ησυχίας. Και πάω θάλασσα. Ξενοδοχεία σπρώχνουν την άμμο, πολεμική αεροπορία σε επίδειξη ελιγμών και ετοιμότητας, το μάτι σε επαγρύπνηση μην τυχόν και πλησιάσει τουρίστας από χώρα υψηλού ιικού φορτίου και το αυτί θορυβημένο σε κάθε φτάρνισμα.
Με ασυμπτωματική απογοήτευση εγώ. Ποντισμένη στον ορίζοντα. Μεγάλη γαλάζια ευθεία ο ορίζοντας κι όλα τα άλλα στραβά. Θα πεινούσαμε χωρίς τουρίστες και τώρα που ήρθαν, πεινάμε παρέα. Κλειστήκαμε στα σπίτια με 10 κρούσματα και πήγαμε διακοπές με 50 και αυτά ορφανά. Βάλε μάσκα. Δεν τηνφοράς σωστά. Βγάλε μάσκα. Λάθος τη βγάζεις. Η μάσκα προστατεύει, αλλά σου κλέβει οξυγόνο. Βάλε αντισηπτικό. Χαλάει τα χεράκια. Βάλτε μάσκες στα παιδιά. Δεν έχουμε λεφτά για μάσκες. Δωρεάν οι μάσκες. Παιδιά με μάσκες που ακούστηκε; Ο ιός σκοτώνει. Ο ιός δεν υπάρχει. Το εμβόλιο θα αργήσει. Το εμβόλιο είναι ένας τρόπος για να μας παρακολουθούν. Για τις πιστωρικές κάρτες, το διαδύκτιο και τα κινητά, ούτε λόγος. Ένα παγούρι δωρεάν. Δωρεάν δεν υπάρχει σε αυτήν τη χώρα παρά μόνον η γκρίνια. Γκρίνια που εξαπλώνεται με ρυθμούς πανδημίας. Γκρίνια που γεννά η αδυναμία ηγεσίας και επιστημόνων να μιλήσουν με βεβαιότητα για την αβεβαιότητά τους. Η δημιουργία εθνικής στρατηγικής στην αντιμετώπιση άλλης μιας κρίσης ειναι μεγάλο ρίσκο για αυτούς που κυβερνούν, και καλό πεδίο αντιπολίτευσης για αυτούς που θέλουν να επιστρέψουν στην εξουσία. Η ηγεσία που πανηγύριζε την ατομική ευθύνη των πολιτών και που τώρα διαφημίζει μόνο την ανευθυνότητα των λίγων, τη στιγμή που σκύβει χωρίς μάσκα να φιλήσει την εικόνα. Και πάνω από όλα το αγαπημένο ελληνικό σπορ της συνομωσιολογίας: Κανείς δεν ξέρει κανέναν θανόντα. Άρα το φιλοσοφικό συμπέρασμα που ακολουθεί είναι ότι κανείς δεν έχει πεθάνει απ’ τον ιό.
Έτσι βαριέμαι. Και στις μέρες που πρέπει να έχεις λόγο, έστω κι αν εναντιώνεσαι κομπογιαννίτικα στο αχαρτογράφητο πρόβλημα, εγώ επιλέγω τη σιωπή. Εγώ ό,τι ήταν να μετρήσω το μέτρησα. Με αυτές τις σκέψεις κατέβηκα στην παραλία, με αυτές γυρίζω σπίτι. Μόνο που τώρα φέρουν ένα παχύ στρώμα από αλάτι Αιγαίου.
Κι έτσι επιστρέφω. Την ώρα που ένα από τα τελευταία απογεύματα του Αυγούστου γεννιέται, χωρίς το παραμικρό υπονοούμενο φθινοπώρου.