Ολίγες ηµέρες µετά την έναρξη του εκκλησιαστικού έτους, την 8ην Σεπτεµβρίου, η Ἐκκλησία µας πανηγυρίζει «τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας ∆εσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας»
Είναι η πρώτη Θεοµητορική εορτή του εκκλησιαστικού έτους, στην οποία θα επακολουθήσουν άλλες πολλές σε όλο το έτος.
Μεγάλο δώρο του Θεού ήταν η Παναγία στους γονείς της Ιωακείµ και Άννα, που δεν είχαν τέκνα.
Μα πιο µεγάλο δώρο του Θεού είναι η γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου στον κόσµο· είναι το προµήνυµα της σωτηρίας «Η γέννησίς σου, Θεοτόκε χαράν εµήνυσε πάση τη οικουµένη…».
Ήλθε ο καιρός να εκπληρωθούν οι επαγγελίες του Θεού. Ύστερα από λίγα χρόνια, το νήπιο που γεννήθηκε θα γεννήσει το Σωτήρα Χριστό· απ’ αυτήν θα ανατείλει «ο ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ηµών».
Καµιά γυναίκα στον κόσµο δεν αξιώθηκε την τόσο µεγάλη τιµή της Παναγίας Παρθένου Μαρίας, που έγινε η µητέρα του Θεού στη γη.
Γι’ αυτό οι γενεές των πιστών µακαρίζουν την Υπεραγία Θεοτόκο, καθώς εκείνη προφητικά το είπε· «ιδού γαρ από τον νυν µακαριούσι µε πάσαι αι γενεαί».
Και κάθε ψυχή χριστιανού στρέφεται πάντα µε το θάρρος και την εµπιστοσύνη του παιδιού προς την Παναγία, γιατί αυτή είναι η µητέρα και στο πανάγιο πρόσωπό της βλέπει ο κάθε πιστός τη δική του µητέρα, εκείνη που τον θήλασε, που τον κράτησε στα χέρια της, που τον προστάτεψε και τον ζέστανε στην αγκαλιά της.
Φυσική η γέννηση της Θεοτόκου
Πού όµως οφείλεται αυτή η αγιότης της Παναγίας µας; Μπορούµε άραγε εµείς οι θνητοί άνθρωποι, οι απλοί πιστοί να αποκτήσουµε αυτήν την αγιότητα; Κι αν δεν γίνουµε και εµείς πανάγιοι, κι’ αν δεν γίνουµε παναγίες, µπορούµε τουλάχιστον να γίνουµε άγιοι ή να ακολουθήσουµε ένα δρόµο που οδηγεί προς την αγιότητα; Τί το εξαιρετικό είχε η Παναγία και κατόρθωσε και απέκτησε αυτήν την αγιότητα; Η Παναγία ως γνωστόν ήταν ένας άνθρωπος καθ’ όλα όµοιος προς εµάς, γεννήθηκε από ένα γεροντικό άγιο ζευγάρι, τον Ιωακείµ και την Άννα ως καρπός προσευχής.
Σε µεγάλη ηλικία, ώριµοι, άτεκνοι παρακάλεσαν τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Κάποια φορά µάλιστα λέγει η παράδοση ότι ο Ιωακείµ εξεδιώχθη από τους ιερείς µέσα από τον Ναό του Σολοµώντος, διότι πήγε να προσφέρει δώρα. Επειδή στην Παλαιά ∆ιαθήκη η ατεκνία εθεωρείτο όνειδος, όποιος δεν είχε παιδιά εθεωρείτο ατιµασµένος, πως δεν ήταν ευλογηµένος από τον Θεό – δεν ισχύει αυτό για την Καινή ∆ιαθήκη, ανατράπηκε αυτό, σηµασία έχουν οι πράξεις, όχι τα παιδιά – επειδή λοιπόν έτσι επιστεύετο, ότι όποιος δεν έχει παιδιά δεν είναι ευλογηµένος από τον Θεό, έδιωξαν οι ιερείς τον γέροντα Ιωακείµ από τον ναό, και εκείνος µε δάκρυα στα µάτια, πήγε στην έρηµο επί 40 ηµέρες και παρακαλούσε θερµά το Θεό εν προσευχή και νηστεία να του δώσει παιδί.
Το ίδιο έκαµε και η µητέρα της Παναγίας, η Άννα, στο σπίτι της. Και ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και τους χάρισε όχι απλώς ένα παιδί σαν όλα τα άλλα· τους χάρισε εκείνο το παιδί από το οποίο επρόκειτο να λυτρωθεί ο κόσµος, να γεννηθεί ο λυτρωτής του κόσµου. ∆εν υπάρχουν άλλοι γονείς οι οποίοι να έχουν αυτό το προνόµιο που είχαν οι άγιοι Ιωακείµ και η Άννα, να γεννήσουν µια κόρη, να αποκτήσουν ένα παιδί από το οποίο επρόκειτο να γεννηθεί ο Θεός.
Οι ενάρετοι Ιωακείµ και Άννα προσεύχονταν καθηµερινά να αποκτήσουν ένα παιδί. Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους και έκανε πραγµατικότητα το αίτηµά τους: τους αξίωσε να φέρουν στον κόσµο την Υπεραγία Θεοτόκο, τη γυναίκα που έµελλε να γεννήσει το Σωτήρα του κόσµου.
Μαζί µε τους δίκαιους Ιωακείµ και Άννα χαίρονται και όλοι οι πιστοί. Και τούτο διότι η Μητέρα της ζωής, καθαρισθείσα δια του Αγίου Πνεύµατος από το προπατορικό αµάρτηµα, το οποίο κληρονόµησε από τους γονείς της, µε τον Άχραντο τόκο της, έφερε τη χαρά, έλυσε την κατάρα και το σκοτάδι τής αµαρτίας και απάλλαξε από τη φθορά το ανθρώπινο γένος, λυτρώνοντάς το από το θάνατο.
«Σήµερον τῆς παγκοσµίου χαρᾶς τὰ προοίµια· σήµερον ἔπνευσαν αὖραι, σωτηρίας προάγγελοι· ἡ τῆς φύσεως ἡµῶν διαλέλυται στείρωσις· ἡ γὰρ στεῖρα µήτηρ δείκνυται, τῆς παρθενευούσης µετὰ τόκον τοῦ κτίσαντος, ἐξ ἧς τὸ ἀλλότριον οἰκειοῦται ὁ φύσει Θεός, καὶ τοῖς πλανηθεῖσι διὰ σαρκὸς σωτηρίαν ἀπεργάζεται, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος, καὶ λυτρωτὴς τῶν ψυχῶν ἡµῶν» (Ἰδιόµελον στιχηρόν. Στεφάνου Ἁγιοπολίτου. Ἦχος πλ. β’).
Αγία Παρθένος Θεοτόκος
Η τρίτη οικουµενική Σύνοδος, σύµφωνα µε το χαιρετισµό της Ελισάβετ και τη διδασκαλία των µεγάλων Πατέρων, ονόµασε την Αγία Παρθένο Θεοτόκον. «Ὀµολογοῦµεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι…». οµολογούµε πώς ή Αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, επειδή πραγµατικά ό Λόγος τού Θεού και Θεός έλαβε σάρκα κι έγινε άνθρωπος. Το «Θεοτόκος», είναι ο ιερός τίτλος της Αγίας Παρθένου Μαρίας, που εκφράζει και εξηγεί το µυστήριο της πίστεως. Το «Θεοτόκος» είναι το κλειδί της Ορθοδοξίας.
Σε κάθε ιερή Ακολουθία, όταν ακούµε το όνοµα της Θεοτόκου, πρέπει να κάνουµε το σταυρό µας. Αυτό τα λέει όλα. Είναι παράκληση µαζί και οµολογία προς την Παναγία. Παρακαλούµε και ικετεύοµε την Υπεραγία Θεoτόκo να πρεσβεύει για µας στον Υιό της και Σωτήρα του κόσµου. Και οµολογούµε πώς εκείνη, που ζητούµε την πρεσβεία της, είναι η µητέρα τού Θεού, γιατί ο Ιησούς Χριστός ο υιός της είναι ο Θεός, που έλαβε σάρκα και έγινε άνθρωπος για µάς.
Ο Άγιος Κύριλλος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας λέει πώς η Θεοτόκος είναι η Εκκλησία, ή δε Εκκλησία είναι ο ουρανός και η γη, όλος δηλαδή ο κόσµος. Κάθε φορά λοιπόν που ακούµε το όνοµα Θεοτόκος καί κάνοµε τό σταυρό µας, εκφράζουµε την ορθόδοξη πίστη µας, «ὀµολογοῦµεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον». Ο Θεός δια πρεσβειών της Παναγίας µας, να µας ευλογεί να µας δίνει δύναµη και να σκεπάζει τις οικογένειές και τα σπίτια µας. «Άµήν».
Γράφει ο Αρχιµανδρίτης του Οικουµενικού Θρόνου π. Μελχισεδέκ Αµπελικάκης, εφηµέριος Στερνών