Στο τέλος τέλος, είχε χρόνια πολλά να γίνει έγκλημα στα μέρη όπου μεγαλώσαμε. Δεν ήμασταν συνηθισμένοι από τέτοιους θανάτους εμείς. Ετσι, εκείνον τον μακρινό Αύγουστο, ήταν σαν να πιάσαμε όλοι μαζί οι κάτοικοι ταυτόχρονα ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο, όταν μάθαμε πως ένα μαχαίρι έκοψε το λαιμό του δημάρχου Φίλιππου Τυπάλδου. Η δολοφονία εξιχνιάστηκε γρήγορα, δράστες οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι γιοι του δημάρχου, οι αυτόπτες μάρτυρες δεν μπόρεσαν με βεβαιότητα να πουν ποιος από τους δύο ήταν εκείνος που, με το καλά ακονισμένο χασαπομάχαιρο να στάζει ακόμα αίμα, εγκατέλειψε το δημαρχείο νωρίς τα ξημερώματα. Η δίκη, που ακολούθησε τις εισαγγελικές ανακρίσεις και την αστυνομική καταδίωξη, έριξε φως και ονομάτισε τον έναν δολοφόνο και τον άλλον συνεργό. Από τότε έχουν περάσει έξι χρόνια.
Την ημέρα της εκταφής του νεκρού, μια ετερόκλητη παρέα ντόπιων συναντιέται στο καφενείο του χωριού, και το θέμα συζήτησης δεν θα μπορούσε να είναι άλλο, ακόμα και μετά από τόσο καιρό, ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, εμπλουτισμένο με μαρτυρίες, φήμες και γνώμες. Ανάμεσά τους ένας νεαρός δημοσιογράφος, στον οποίο ο συγγραφέας παραδίδει τα κλειδιά της αφήγησης και την ευθύνη να επανασυνθέσει το μωσαϊκό της δολοφονίας, εστιάζοντας, αντίθετα με ό,τι είθισται στην πλειοψηφία των αστυνομικών ιστοριών, όχι στην αναζήτηση του δολοφόνου, αλλά σε εκείνα τα στοιχεία που οδήγησαν στην δολοφονία, στοιχεία που η δικαστική έρευνα δεν τα αξιολόγησε ως ιδιαίτερης σημασίας. Ο συγγραφέας, αρνούμενος να ακολουθήσει την κλασική φόρμα της αστυνομικής ιστορίας που στο τέλος του δρόμου θα αποκαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου, φροντίζει να φανερώσει τα φύλλα του από τις πρώτες σελίδες, και να τα ανακατέψει καλά πριν τα ρίξει ξανά, επιχειρώντας κάτι δύσκολο: να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και τα καταφέρνει. Κυρίως γιατί μοιάζει να γνωρίζει τη σημασία που έχει η δομή για την ιστορία του και φροντίζει να τη διατηρήσει σφιχτή και στακάτη, δίχως να πλατειάζει φλυαρώντας και να χάνει το νήμα εκείνο που, έστω και δυσδιάκριτο, ενώνει τα ανάκατα φύλλα, με αλλεπάλληλα μα ξεκάθαρα πήγαινε- έλα στον χρόνο, με μια πολυφωνικότητα που ξεδιαλύνει και φωτίζει τις σκιερές πλευρές τής ιστορίας. Η μικρή κοινωνία του παραθαλάσσιου μεσογειακού χωριού, προσφέρει στον συγγραφέα ένα πεπερασμένο και διαχειρίσιμο αριθμό προσώπων, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία, όχι μόνο να περικυκλώσει το έγκλημα από το σύνολο σχεδόν των πιθανών γωνιών θέασης, αλλά και να του δώσει τις απαραίτητες κοινωνικές διαστάσεις, που σε επίπεδο αστικού κέντρου θα χάνονταν στη βουή.
Εκτός από τον τόπο, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο χρόνος στον οποίο διαδραματίζεται η αφήγηση, η μέρα της εκταφής, η έξοδος του νεκρού στο φως. Οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι ως δράστες, πέρα από τη δυσκολία διάκρισης για τους αυτόπτες μάρτυρες και για τις αρχές, προσφέρουν κάτι ακόμα σημαντικότερο στον συγγραφέα, τον πλέον ισχυρό και άρρηκτο δεσμό που μπορεί να ενώσει δύο συνεργούς, τουλάχιστον μέχρι την αποκάλυψη του εγκλήματος. Ενα αξιοπρόσεκτο συγγραφικό ντεμπούτο.