Εκεί που παιδευόμουν να παρκάρω στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης… για να πάω στη λαϊκή της οδού Μίνωος, ακούω από πίσω μου μια αγριοφωνάρα να κάνει κουμάντο.
-Ώπα μπάρμπα πάρε το αλλιώς, θώριε οπίσω μη κουτουλήσεις το μηχανάκι, έλα κώλωνε κώλωνε, έλα μια ουλιά ακόμη και δέσε.
Ήταν ένα ψυχωμένο κοπέλι τση μαδάρας, σκέτος λούμακας ζωή νάχει, που από μακριά μύριζε μαλοτύρα κι άγρια μέντα. Ακούρευτο αξύριστο κι εφώριε κάτι στραβωπατημένες αρβύλες ίσαμε 50 νούμερο, στρατιωτική φόρμα παραλλαγής, μαύρο ποκάμισο ξεζωσμένο κι εβάστα μια στραβο κατσούνα στη χέρα.
-Πού τη πας τη κατσούνα μπρε ανίψιο, τσάρκα στο λιμάνι; θέλησα να τον πειράξω για να πιάσουμε κουβέντα.
-Όι, επαε ίσια κάτω σ’ ένα στενό έχω μια δουλειά μπάρμπα, μα δε κατέω ανε βρω ανοιχτά το σπίτι.
-Ίντα δουλειά είναι αυτή μωρέ τρόζακα και σε θωρώ έτσα φουρλαντισμένο σαν τον τράο… δε πιστεύω δα να πιένεις σε εκείνες σας τσι κακοκέφαλες με τα κόκκινα λαμπάκια… να κολλήσεις πράμα κορωνοϊούς.
-Ντα γιάντα, έμαθες πράμα απατός σου ότι είναι μυιγιοφτυσμένες κι αυτές, εμένα μούπε ο γαλατάς στο χωριό οψάργας ότι ανοίξανε με αραντεβού και να γλακώ να πάρω καλή σειρά.
-Δε κατέω εγώ αν τσ’ ανοίξανε με τόσες χιλιάδες κρούσματα, αλλά και πάλι θα σου γυρεύουνε χαρτιά κακορίμαλο για να σε βάλουνε μέσα, πιστοποιητικό εμβολιασμού ή να έχεις κάνει το ράπιντ τεστ… εκτός αν γίνει η δουλειά όξω από την πόρτα με το κλικ εγουέι.
-Ίντα διαόλους είναι ετούτανα τα κλίκι γουλέι που μου λες μωρέ θείο, στο δρόμο λοδάς θα βγούμε να ξεγιβεντιστώ… ούλοι διαόλοι να τσι πάρουνε πες τωνε με τούτανα τα νταραντά που κάνουνε.
-Κι ίντα χαρτιά είναι δα πάλι ετούτανα που γυρεύγουνε, δε βαστώ εγώ διάλε το πράμα, ούτε εμβόλια έκαμα, ούτε το άλλο που σου βάνουνε ένα μουσουλούκι στη μύτη γιατί ο καφετζής είπε τ’ αφέντη μου στο χωριό ότι καλιά να γυρεύγει τη δουλειά ντου με ετούτανα τα μπόλια.
-Ε μα ετσά είναι δα τα χαμπέρια αντράρα μου, όπως ακριβώς σου τα λέω… κι από σήμερο δε μπορείς να πας ποθές ούτε στο καφενέ ακόμη αν δε έχεις εμβολιαστεί… θέλεις κοπέλι μου να φας κοκό, εμβολιάσου, αλλιώς πορέψου όπως κατέεις.
-Εκατάλαβες μπρε συ ίντα σου λέω γή να στο ξαναπώ.
-Ε άμα είναι ετσά όπως τα λες μπάρμπα, κι όπου πιαίνω να με σιχτιρίζουνε και να με πετούνε όξω σαν τον παράουρο… να το κάμω κι εγώ εκείνο να το διαολεμένο μπόλιο… μα ίντα δα θα πάθω…
-Πράμα δε παθαίνεις μωρέ τροζοκόπελο, πράμα σου λέω… και θα παεις ταχιά και στσι κοκόνες…!