Κάποτε είχα σκαρφαλώσει,
σε κορφή είχα
αποσώσει.
Βλέπω ξάφνου έναν γύπα,
πέφτω χάµω σε µια τρύπα.
Βλέπω πλήθος µελιγκούνια(1)
µε τα µαύρα
τα ζιπούνια(2)
και µε χέρια φορτωµένα
ψιχουλάκια πεταµένα.
Βλέπω τη σκαντζοχοιρίνα
µε την άσπρη πελερίνα(3)
και στην κεφαλή µαντήλι
µε τσαµπί από σταφύλι.
Βλέπω δυο ασβούς πιο κάτω
πού τρωγαν αυγό σφουγκάτο(4)
και µαγειρευτά κρεµµύδια
µε κουκιά και µε αντίδια(5).
Βλέπω ποντικό πιο πέρα
που ‘κανε τη νύχτα µέρα
και µε µία νυχτερίδα
διάβαζε εφηµερίδα.
Βλέπω ένα µικρό σκαθάρι
που τραγούδιε όλο χάρη
κι ένα χαρωπό κουνέλι
να χορεύει τσιφτετέλι.
Μου είπαν όλοι «Μείνε λίγο!»
µα εγώ βιάστηκα να φύγω,
παίζω µία και σαλτάρω
λίγο αέρα για να πάρω.
Ήλιος κι άνοιξης το µύρο
µ’ έκαναν στη γη να γείρω,
µια στιγµή για να σταλίσω(6)
κι ύστερα να µεταπνίσω(7).
Μα ήρθε ένα χελιδόνι,
µε ξυπνά και µε µαλώνει:
«Άδραχνε(8) κάθε στιγµή σου,
δεν ξανάρχεται, θυµήσου!»
1) Μελιγκούνια = µηρµήγκια
2) Ζιπούνια = κοντές και λεπτές ζακέτες
3) Πελερίνα = κοντό και φαρδύ επανωφόρι δίχως µανίκια, είδος µπέρτας
4) Σφουγκάτο = αυγά µαγειρεµένα µε κολοκυθάκια και κρεµµύδια
5) Αντίδια = είδος βρώσιµου χορταρικού
6) Σταλίζω = µένω σε κάποιο τόπο για διανυκτέρευση ή ανάπαυση
7) Μεταπνίζω = αφυπνίζοµαι για µια στιγµή
8) Αδράχνω = πιάνω, αρπάζω