» Μία από τις κορυφαίες στιγµές της ταξικής πάλης στην Ελλάδα
Στο διάστηµα 17 έως 20 Μάη 1944 συνήλθε στη Βηρυτό σύσκεψη των ελληνικών πολιτικών δυνάµεων και εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, που έµεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο του Λιβάνου».
Στο Συνέδριο, συµµετείχαν ουσιαστικά το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ που είχαν στα χέρια τους την πραγµατική εξουσία κι, από την άλλη, ήταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισµα στην Ελλάδα. Ήταν κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, από τα τµήµατα της άρχουσας τάξης που είχαν µεταβεί στην περιοχή µετά την εισβολή των Γερµανών στην Ελλάδα εγκαταλείποντας το λαό. Βεβαίως, συµµετείχαν και ο Ε∆ΕΣ και η ΕΚΚΑ, αλλά επίσης χωρίς σηµαντικό λαϊκό έρεισµα στην Ελλάδα.
Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, οι Άγγλοι και η άρχουσα τάξη της Ελλάδας επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν, δηλαδή, µια πιθανή διαγραφόµενη πορεία προς µια µεταπολεµική Ελλάδα του λαού της.
Από την άλλη, το ΕΑΜικό κίνηµα πήρε µέρος στο συνέδριο, στο όνοµα µιας ευρύτατης εθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε αναγκαία, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην Ελλάδα ήταν συσπειρωµένη στο ΕΑΜ.
Στο Συνέδριο Λιβάνου έγιναν φανερές οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε τα εξής: «..Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε µόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιµάση τη µεταπολεµικήν δυναµικήν του επικράτησιν… Με την τροµοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, είπε χαρακτηριστικά, εδηµιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίµα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερµανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη – την κατασκευήν των Ταγµάτων Ασφαλείας…».
Έτσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ µε τους κατακτητές και τους ταγµατασφαλίτες. Ήξερε τι έκανε. Έπρεπε να βρει τρόπο, ώστε την απόφαση για επίθεση στο ΕΑΜ, ως µέσο για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης µετά την απελευθέρωση για επανεγκαθίδρυση της εξουσίας της να τη δροµολογήσει. Αυτό έκανε. Και γι’ αυτό θεωρούσε πως έπρεπε να χτυπήσει εκεί που ο συσχετισµός των δυνάµεων ήταν σε βάρος του αστικού πολιτικού κόσµου. Στο ένοπλο τµήµα του λαού, τον ΕΛΑΣ.
Έτσι, η λύση που επρότεινε ο Παπανδρέου για να εκλείψουν όσα περιέγραφε και για να επιτευχθεί η περιβόητη εθνική ενότητα ήταν να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.
Στις 2 Σεπτέµβρη του 1944, έναν περίπου µήνα πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου, υποχωρώντας στους απαράδεχτους όρους αυτής της συµµετοχής που επέβαλε το Συνέδριο του Λιβάνου. «Πολιτικόν Πρόγραµµα της Κυβερνήσεως αποτελεί το Εθνικόν Συµβόλαιον του Λιβάνου», αυτή ήταν η πολιτική ουσία του προγράµµατος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, µε το οποίο άνοιγε το δρόµο για την εγκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Αυτή η εξέλιξη ήταν απαράδεκτη και επιζήµια υποχώρηση του ΕΑΜ έναντι του αστικού κόσµου, που δεν είχε κάνει το παραµικρό για την απελευθέρωση της χώρας, αλλά και έναντι των Άγγλων, που κατάφερναν για άλλη µια φορά να προωθήσουν τα ιµπεριαλιστικά τους σχέδια, βάζοντας σοβαρή παρακαταθήκη για τον έλεγχο των µεταπολεµικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Το ΚΚΕ αποδέχτηκε τη Συµφωνία του Λιβάνου, περιορίζοντας το όλο πρόβληµα στο ζήτηµα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου, στη συνεδρίαση της ΚΕ του, που έγινε στις 2-3 Αυγούστου του 1944. Ο Γραµµατέας της ΚΕ του Κόµµατος, όµως, Γ. Σιάντος είχε εγκρίνει τη Συµφωνία του Λιβάνου για λογαριασµό του Κόµµατος, µε την οµιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ, λίγες µέρες πριν από τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη του 1944, λέγοντας µεταξύ άλλων: «Επειδή πιστεύουµε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι’ αυτό δηλώνω ότι η συµφωνία του Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας µας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι µέσα στην πολιτική µας γραµµή»… Στην ίδια συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο Σιάντος αποδέχτηκε και την πρόταση του Αλ. Σβώλου που περιόριζε το όλο πρόβληµα µε τη συµφωνία του Λιβάνου στο αίτηµα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δικαιολόγησε στις κοµµατικές οργανώσεις ως εξής αυτήν την εξέλιξη: «…Η είσοδός µας πείθει τα πλατιά στρώµατα του λαού για την ειλικρίνεια της πολιτικής της εθνικής ενότητας που ακολουθούµε σ’ όλη τη διάρκεια του εθνικού αγώνα. Αφοπλίζει την προπαγάνδα των πιο αντιδραστικών κύκλων. Βοηθάει στο σπάσιµο της διεθνούς αποµόνωσης και κατασυκοφάντησης του αγώνα µας. Μας δίνει νέες δυνατότητες πάλης για την ενίσχυσή του…». Έτσι, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είχαν µπει στη δίνη µιας σειράς απαράδεκτων υποχωρήσεων, απέναντι στους Άγγλους και στην αστική τάξη της Ελλάδας που συνεχίστηκε µε την υπογραφή τη Συµφωνίας της Καζέρτας στις 26 Σεπτέµβρη 1944.
Και εδώ βεβαίως δεν υπήρχε σύνδεση της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης µε το ζήτηµα της εξουσίας.
Στις 12 του Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα από το γερµανικό ιµπεριαλιστικό ζυγό.
Στις 30 του Οκτώβρη, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη, ενώ στις 3 του Νοέµβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τµήµατα εγκατέλειψαν οριστικά την Ελλάδα. Τον ίδιο καιρό ο Τσόρτσιλ είχε έρθει σε συµφωνία µε τον Χίτλερ (Αύγουστος 1944), όπως αποκάλυψε πολλά χρόνια αργότερα ο Αλµπερτ Σπέερ, υπουργός της πολεµικής και βιοµηχανικής παραγωγής του Χίτλερ. Η συµφωνία «ήταν να παραχωρήσουν οι Γερµανοί τη Θεσσαλονίκη στους Αγγλους αµαχητί και µ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και βέβαια ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάµεις που κατείχαν τον ελληνικό χώρο» (Βάσου Π. Μαθιόπουλου, Ο ∆εκέµβρης του 1944, σελ. 33, εκδ. «Νέα Σύνορα»). Φυσικά, η συµφωνία τηρήθηκε.
Εποµένως, το κρίσιµο ζήτηµα που έθετε η πολιτική πραγµατικότητα ήταν το θέµα της πολιτικής εξουσίας. Για το σκοπό αυτό ο Εγγλέζος πρωθυπουργός Τσόρτσιλ απέσυρε στρατιωτικές δυνάµεις από το µέτωπο της Ιταλίας κατά των Γερµανών και τις έφερε στην Αθήνα, γιατί η ελληνική αστική τάξη δεν µπορούσε µόνη της να επιβληθεί.
Στις 18 του Οκτώβρη είχε φτάσει στην Αθήνα η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» (συµµετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόµενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόµπι. Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του µίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίµονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάµεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά µέσα διά την αντιµετώπισιν της κρισίµου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Η κρίσιµη ώρα έφτανε, για να ξεκαθαρίσει το ανοιχτό, άλυτο ζήτηµα, που όµως ήταν το κυρίαρχο µετά την απελευθέρωση. Το ζήτηµα της εξουσίας. Ποια τάξη θα κυριαρχούσε; Οι κεφαλαιοκράτες ή η εργατική τάξη µε τους συµµάχους της, ο λαός, που απελευθέρωσε την Ελλάδα από την ξένη ιµπεριαλιστική κατοχή; Θα άφηναν το λαό να ανοίξει το δρόµο για τη λαοκρατούµενη Ελλάδα, να γίνει αφέντης στον τόπο του, οικοδοµώντας τη δική του κοινωνία ή θα τσάκιζαν µε κάθε µορφή και µε την ένοπλη βία το κίνηµά του;
Ο συσχετισµός των δυνάµεων έως την απελευθέρωση ήταν υπέρ του λαού και σε βάρος της άρχουσας τάξης. Το ΕΑΜ συσπείρωνε τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που αγωνιζόταν κατά της Κατοχής, αλλά και προσβλέποντας σε καλύτερες µέρες µετά την απελευθέρωση. Οι απλοί άνθρωποι του µόχθου δεν έδιναν τη ζωή τους για την απελευθέρωση από το γερµανικό ιµπεριαλιστικό ζυγό, για να επανέλθει ο τόπος σε χρόνια σαν της 4ης Αυγούστου (1936-1941, δικτατορία Μεταξά), ούτε και στα χρόνια πριν απ’ αυτή, που ο λαός γνώρισε απίστευτες στερήσεις, περιπέτειες, εξαθλίωση. Αλλά και η αστική τάξη δεν ήταν διατεθειµένη να εγκαταλείψει την εξουσία και τα συµφέροντά της.
Με την έλευση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στην Ελλάδα, ο αστικός πολιτικός κόσµος, η άρχουσα τάξη και οι Άγγλοι ζητούσαν επίµονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Λαϊκής Πολιτοφυλακής και επέµειναν στη διατήρηση των ένοπλων σωµάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του ∆εκέµβρη, ο Σκόµπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ηµεροµηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάµεων την 10η του ∆εκέµβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, χωρίς τους υπουργούς του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άµεση διάλυση της Λαϊκής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια µέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κάλεσαν το λαό της Αθήνας και του Πειραιά σε συλλαλητήριο στις 3 του ∆εκέµβρη. Πλατεία Συντάγµατος. Χιλιάδες λαού συµµετείχαν σε µια τεράστια ειρηνική πορεία, προκειµένου να παρεµποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής πλουτοκρατίας που στηριζόταν στους Άγγλους ιµπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε µε τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυµατίες ήταν ο αιµατηρός απολογισµός της εγκληµατικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 του ∆εκέµβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάµαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύµατα της µονόπλευρης, από τη µεριά της άρχουσας τάξης, ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άµεση παραίτηση της µατοβαµµένης κυβέρνησης.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η ∆εκέµβρη βρετανικά τεθωρακισµένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγµα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε.
Στις 33 µέρες των µαχών της Αθήνας και του Πειραιά, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ έγραψαν λαµπρές σελίδες. Ο ηρωισµός, η αυτοθυσία έφτασαν στο επίπεδο που χαρακτηρίζει κάθε µαχόµενο λαϊκό κίνηµα που έχει το δίκιο µε το µέρος του. ∆όθηκαν δεκάδες µάχες, αρκετές νικηφόρες. «Όλοι στις επάλξεις του αγώνα. Όλοι στα οδοφράγµατα», ήταν το διάγγελµα της ΚΕ του ΕΛΑΣ.
Στις µάχες του ∆εκέµβρη οι µαχητές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ χρησιµοποίησαν µαζί µε τον ένοπλο αγώνα και όλες τις µορφές πάλης, µε διαδηλώσεις και συλλαλητήρια. Εστηναν οδοφράγµατα, έκαναν σαµποτάζ. Ανοιγαν αντιαρµατικές τάφρους, µετέφεραν τραυµατίες και τρόφιµα. Συνολικά στις επιχειρήσεις του ∆εκέµβρη πήραν µέρος 60.000 αγγλικού στρατού µε 80 αεροπλάνα, 200 τανκ, πολλά πολυβόλα, ενώ µονάδες του αγγλικού στόλου κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα µαζί µε 6.000 της ορεινής ταξιαρχίας, τις δυνάµεις της «Χ», του ιερού λόχου της χωροφυλακής, καθώς και 12.000 ταγµατασφαλίτες που εξοπλίστηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου, αφού τους φόρεσαν άλλα ρούχα αντί τα γνωστά που φορούσαν οι ταγµατασφαλίτες.
Τις εχθρικές αυτές δυνάµεις τις αντιµετώπισαν τις πρώτες κρίσιµες µέρες το Α’ Σώµα Στρατού του ΕΛΑΣ µε 6.500 άνδρες µε ελαφρύ οπλισµό και 3.500 άνδρες της ΙΙ Μεραρχίας και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά που βρέθηκε επί ποδός πολέµου. Τους πολέµησε τετράγωνο το τετράγωνο, σπίτι το σπίτι. Κατά τα µέσα ∆εκέµβρη, ο ΕΛΑΣ µε ορµητικές επιθετικές ενέργειες περιόρισε τον αντίπαλο στο χώρο ανάµεσα στην Οµόνοια, στο Σύνταγµα και το Κολωνάκι, στη Σκοµπία όπως την ονόµασε ο λαός.
∆εν έγινε όµως δυνατόν να συγκεντρωθούν δυνάµεις του ΕΛΑΣ στο βασικό µέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση, τα ένοπλα τµήµατά της και τους Άγγλους στην Αθήνα και σε άλλες µεγάλες πόλεις σε όλη την Ελλάδα. ∆εν υπήρχε τέτοιο σχέδιο και προετοιµασία µε πανστρατιά.
Το Κόµµα το ∆εκέµβρη και το λαϊκό κίνηµα δεν εξασφάλισαν τέτοιες προϋποθέσεις και σχέδιο. Η ένοπλη σύγκρουση δεν πήρε δηλαδή χαρακτηριστικά πάλης για την εξουσία. Ακόµα και στη διάρκειά της παρέµενε η θέση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και οµαλή δηµοκρατική εξέλιξη.
Στις 5 Γενάρη 1945 άρχισε η υποχώρηση του ΕΛΑΣ και χιλιάδων αγωνιστών. Ακολούθησε η απαράδεκτη συµφωνία της Βάρκιζας που αφοπλίστηκε ο λαός.
Το ΚΚΕ µελετά την ιστορία του …προσπαθώντας ταυτόχρονα να εξάγει χρήσιµα διδάγµατα από την εµπειρία του. Η ιστορική µελέτη δεν αποτελεί απλώς µια καταγραφή ή αποτίµηση του παρελθόντος. Μπορεί και πρέπει να γίνεται ιδεολογικό όπλο, να ενισχύει τα µεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης για το παρόν και το µέλλον του κινήµατος. Σε αυτή τη βάση το ΚΚΕ αντιµετώπισε και τη συγγραφή της Ιστορίας του των χρόνων 1950-1968, που αποτελούν το περιεχόµενο του Β’ ΤΟΜΟΥ (∆ΟΚΙΜΙΟΥ) της Ιστορίας του ΚΚΕ…
Στέκεται πρωταρχικά στο θεµελιώδες πολιτικό πρόβληµα, στη στρατηγική του. Επιχειρεί να απαντήσει στο γιατί δεν µπόρεσε να αντιµετωπίσει σωστά το θέµα της πολιτικής εξουσίας.
Θεωρούµε ότι ως πηγή γνώσης και συµπερασµάτων τα χρόνια 1940-1945 έχουν ιδιαίτερη σηµασία.
Για τα χρόνια της ΕΑΜικής Αντίστασης, το ΚΚΕ έχει υπογραµµίσει και στο παρελθόν τα παρακάτω, ανάµεσα σε άλλα:
Τις ηµέρες της απελευθέρωσης από τους Γερµανούς (12 Οκτώβρη 1944) στην Ελλάδα είχε διαµορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Ταυτόχρονα, το ΕΑΜ κυριαρχούσε, ενώ ο αστικός κρατικός µηχανισµός ήταν σµπαραλιασµένος. Η αστική κυβέρνηση που είχε δηµιουργηθεί βρισκόταν στην Αίγυπτο και οι Εγγλέζοι δεν είχαν καταφθάσει ακόµα στην Ελλάδα.
Το βασικό συµπέρασµα είναι ότι το Κ.Κ.Ε., παρά την τεράστια συνεισφορά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν µπόρεσε να διαµορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήµατος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόµη, ιδίως µετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλαν να θέσει το ζήτηµα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Έτσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις συµφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέµβρη 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την «εθνική ενότητα». ∆ε διαµόρφωσε τις υποκειµενικές προϋποθέσεις µιας πορείας, που, ανάλογα και µε άλλους παράγοντες, µπορούσε να οδηγήσει στη νίκη.
∆εν εκτίµησε σωστά τη σύµπλεξη του κοινωνικοταξικού περιεχοµένου της λαϊκής πάλης µε το εθνικοαπελευθερωτικό. Αυτή η σύµπλεξη, πέρα από τις πολιτικές και πολεµικές συγκρούσεις µε τις στρατιωτικές οργανώσεις του «δοσιλογισµού», επιβεβαιώνεται και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ µε τις αντιχιτλερικές και τις αγγλόφιλες οργανώσεις, όπως ο Ε∆ΕΣ.
Στο ίδιο συµπέρασµα οδηγούν και οι συνεχείς προστριβές του ΕΛΑΣ µε τους Εγγλέζους, η αµείωτη ιδεολογική και πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, η συχνή συνεργασία αστικών οργανώσεων µε τους κατακτητές, για την αντιµετώπιση της «ερυθράς απειλής», καθώς και η αιµατηρή καταστολή, από τους Εγγλέζους και την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, της ηρωικής «Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης» (ΑΣΟ) τον Απρίλη του 1944.
Οι δυνάµεις που συµµετείχαν στο ΕΑΜ εξέφραζαν διαφορετικά συµφέροντα. Εκτός από το ΚΚΕ, συµµετείχαν και δυνάµεις σοσιαλδηµοκρατικές, φιλελεύθερες, γενικά αστικής πολιτικής κατεύθυνσης. Έπρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι, εξαιτίας των ταλαντεύσεων που προσιδιάζουν στη φύση τέτοιων κοµµάτων και ατόµων και που δεν είναι διατεθειµένα να φτάσουν µέχρι το τέλος του δρόµου, δεν ήταν δυνατό η εργατική τάξη να βαδίσει µαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής και το ζήτηµα της εξουσίας (ποιος – ποιον) ετίθετο επί τάπητος. Το ΚΚΕ δεν πήρε υπόψη του ότι η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη διεξάγεται και στο πλαίσιο της συµµαχίας και ότι για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης δεν επιτρέπονται επιζήµιοι συµβιβασµοί. Πολύ περισσότερο, όταν οι συµβιβασµοί δεν αντιστοιχούν στο συσχετισµό των δυνάµεων που υπάρχει ανάµεσα στους συµµάχους.
Ήταν επίσης αναγκαίο να µελετηθεί η στρατηγική των Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάµεων, οι ελιγµοί τους και ανάλογα να προσαρµοστεί η στρατηγική του ΚΚΕ.
Η κριτική αποτίµηση, µακριά από τη λαθολογία και το µηδενισµό, εστιάζεται στην ικανότητα του ΚΚΕ να επιβεβαιώνει σε κάθε φάση του αγώνα τον αυτοτελή ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό ρόλο του. Αυτός ο ρόλος εκφράζεται µε την επιστηµονική θεµελίωση της στρατηγικής του, στη βάση της εφαρµογής στις συγκεκριµένες συνθήκες, αλλά και της ανάπτυξης της θεωρίας του επιστηµονικού κοµµουνισµού. Εκφράζεται, κατά συνέπεια, µε την αντικειµενική ανάλυση των κοινωνικοοικονοµικών αντιθέσεων, της διάταξης των ταξικών δυνάµεων, του πολιτικού συσχετισµού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου.
Η αυτοτελής δράση του ΚΚ διασφαλίζει πολιτική συµµαχιών που δεν υποθηκεύει τα στρατηγικά συµφέροντα της εργατικής τάξης, στο όνοµα κάποιων πρόσκαιρων επιτυχιών. Οι συµµαχίες, αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής, προϋποθέτουν συµβιβασµούς, που όµως δε θα θίγουν την προώθηση της στρατηγικής του Κοµµουνιστικού Κόµµατος.
Κατά τους αστούς, ο ∆εκέµβρης ήταν µία «κοµµουνιστική στάση» και µια επιλογή «εθνικού διχασµού»! Κατά τους οπορτουνιστές, που συνηθίζουν να ασελγούν επί των λαϊκών αγώνων που υπερβαίνουν το αστικό πλαίσιο, ο ∆εκέµβρης ήταν ένας ακατανόητος τυχοδιωκτισµός!
Ο ∆εκέµβρης κατατάσσεται αµετάκλητα στις µεγάλες ώρες της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, στις κορυφαίες φάσεις της πορείας του λαϊκού µας κινήµατος, κατά τον εικοστό αιώνα.
* Ο Σπύρος ∆αράκης είναι π. πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ πρώην δήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του ∆.Σ. του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου 41΄- 45΄ (ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)