Ο ∆εκέµβρης είναι ο τελευταίος µήνας του χρόνου, όµως για τώρα όχι για παλιότερα, όταν ο χρόνος άρχιζε τον Μάρτη. Τότε ήταν δέκατος γι’ αυτό και τ’ όνοµά του από το λατινικό ντεκέµ, που θα πει δέκα.
Στον ∆εκέµβριο τοποθετούν την καρδιά του χειµώνα, αν και συχνά υπάρχουν ∆εκέµβριοι ήπιοι και όλο λιακάδες και νηνεµίες. Όµως οι άλλοι ∆εκέµβριοι δικαιώνουν τον κώδικα της Μετεωρολογίας. ∆εκέµβριοι παραδοσιακοί, άγριοι, αδυσώπητοι. Αυτοί είναι οι γνήσιοι ∆εκέµβριοι. Βαρύς χειµώνας αρχίζει από τις πρώτες κιόλας ηµέρες σε όλη τη χώρα, µε βροχές, κρύο και άφθονα χιόνια στα ορεινά.
Τότε είναι οι τρεις πρώτες γιορτές, που ο λαός ονοµάζει “Νικολοβάρβαρα”, από τις γιορτές τ’ Αι Νικόλα και της Αγίας Βαρβάρας.
Άγιος Νικόλαος φώναξε Σάββας απηλοήθη
κι Αγιά Βαρβάρα έτρεξε να πάει να λειτουργήσει.
λέει η παροιµία, για να δείξει πόσο κοντινές και συνδεδεµένες είναι οι τρεις γιορτές.
Στην Κρήτη εξάλλου, για να δείξουµε τη σχέση των τριών γιορτών µε το κρύο και το χιόνι λέµε:
Αγιά Βαρβάρα γέννησε Αγιά Λιανή (Σάββας) το πιάνει
κι Αι Νικόλας έτρεξε να πα να το βαφτίσει,
εννοώντας το χιόνι, ενώ µιαν άλλη παροιµία συµβουλεύει πώς ν’ αντιµετωπιστεί το χιόνι:
Αγιά Βαρβάρα µήνυσε κι ο Σάββας απηλοήθη:
-Μαζώξτε ξύλα κι άχερα και σύρτε για το µύλο
‘τι Αι Νικόλας έρχεται τα χιόνια φορτωµένος.
Τη µέρα τ’ Αι Νικόλα, 6 του ∆εκέµβρη, ο Κρητικός Λαός τήνε θεωρεί ως ηµέρα έναρξης του χειµώνα γι’ αυτό και λέει
Μέχρι τ’ Αϊ Νικόλα οι τοίχοι βράζουνε.
Τα ξύλα που θα µαζευτούν είναι φυσικά για τη φωτιά, τ’ άχερα για τα ζώα και το στάρι πρέπει να έχει αλεστεί στον µύλο, για να υπάρχει αλεύρι και ψωµί, πριν αποκλειστεί ο κόσµος από τα χιόνια. Αν ο χειµώνας είναι βαρύς, ούτε οι βοσκοί, ούτε οι γεωργοί παραπονούνται γιατί:
Χιόνι του ∆ικεµπριού χρουσάφι του καλοκαιριού,
λένε για τους γεωργούς και για τους βοσκούς.
Χειµωνιάτικη γέννα καλοκαιρινή χαρά.
Άλλα µετεωρολογικά παραντηρήµατα που συναντούνται στην Κρήτη, είναι:
Αν την ηµέρα τω Χριστουγέννω είναι καλοκαιριά και ξηρασία
κι αν τω Φωτώ χιονίζει, τοτεσάς η χρονιά θα πάει καλά.
Χαρά στα Γέννα τα στεγνά τα Φώτα χιονισµένα
χαρά σ’ εκείνο το ζεβγά που ‘χει πολλά σπαρµένα.
Αν είν’ τα Γέννα φεξερά είναι τα Φώτα θαµπερά
χαρά στα Γέννα τα στεγνά και τη Λαµπρή να βρέχει.
Αν την ηµέρα τω Χριστουγέννω και τω Φωτώ φυσά ο νοθιάς
η χρονιά θα πάει καλά για τα σπαρτά, ανέ φυσά
όµως βοριάς, θα ‘ναι κακοκαιριά.
Χαρά στα Γέννα τα στεγνά τα Φώτα χιονισµένα
και τη Λαµπρή βρεχούµενη τ’ αµπάρια γεµισµένα.
Τον ∆εκέµβρη, ενώ η νύχτα µεγαλώνει, η µέρα ολοένα και µικραίνει µέχρι τις 22 του µήνα, οπότε πάλι ξαναρχίζει να µεγαλώνει σε βάρος της νύχτας. Ώσπου να ξηµερώσει λοιπόν, βράδιασε γι’ αυτό
και λέµε:
Του ∆ικέµπρη η µέρα καληµέρα – καλησπέρα.
Μιαν άλλη παρατήρηση του Κρητικού Λαού είναι:
Η Πλια φιλεί τη θάλασσα κι ο τράος τη σανάδα,
που θα πει πως η Πούλια χαµηλώνει πολύ προς τη θάλασσα και τότε ο τράος ζευγαρώνει µε το θηλυκό αγρίµι.
Πριν αναφερθούµε στις γιορτές του ∆ωδεκαηµέρου, που καλύπτει το διάστηµα από την παραµονή των Χριστουγέννων µέχρι τα Θεοφάνια, ας αραδιάσουµε όσες προλήψεις πιστεύει ο Κρητικός Λαός για τον ∆εκέµβρη:
Το παιδί που θα γεννηθεί παραµονή Χριστουγέννων
γίνεται υπνοβάτης.
Το παιδί που θα γεννηθεί απού τα Χριστούγεννα
µέχρι τω Φώτω δεν βαφτίζεται α δε φωτιστούν πρώτα τα νερά.
Την τελευταία µέρα του ∆εκέµπρη, όντεν είναι να ‘ρθει ο καινούργιος χρόνος, ανάφτεις φωθιά και βάνεις λιβάνι και λιβανίζεις ούλους τσοι ρουκούνους του σπιθιού και λες:
Άµε στο καλό χρόνε παλιέ
και µε το καλό να κοπιάσεις καινούργιε.
Τον ∆εκέµβρη δεν υπάρχουν πολλές ασχολίες γιατί η σπορά, που δεν έχει γίνει τους δυο προηγούµενους µήνες, γίνεται αµέσως, τα ζωντανά έχουν κλειστεί στους στάβλους, τα κοπάδια βρίσκονται στα χειµαδιά κι έτσι οι άνθρωποι κάθονται δίπλα στο τζάκι. Το φαγητό ψήνεται στη φωτιά και τα παραµύθια κι οι ιστορίες δίνουν και παίρνουν γιατί:
Το τραγούδι τον τρύγο, το ∆ικέµπρη παραµύθι.
Όπως είπανε από την παραµονή των Χριστουγέννων και µέχρι τα Θεοφάνια στις 6 του Γενάρη είναι δώδεκα µέρες, γνωστές σαν ∆ωδεκαήµερο ή ∆ωδεκάµερο. Σ’ αυτό το διάστηµα γιορτάζουµε τρεις µεγάλες γιορτές που έχουν σχέση µε τον Χριστό: Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Τα Χριστούγεννα για τη Γέννηση του Χριστού, την Πρωτοχρονιά για την περιτοµή του και τα Φώτα για τη βάφτισή του.
Επειδή από τα Χριστούγεννα µέχρι τα Φώτα ο Χριστός είναι αβάφτιστος, είναι και «τα νερά αβάφτιστα. Έτσι βρίσκουν ευκαιρία οι Καλικάντζαροι ν’ αλωνίζουν τον κόσµο. Εξαιτίας των Καλικαντζάρων ο ∆εκέµβρης πήρε το παρανώµι Καλικαντζάρης και γύρω από αυτούς οργιάζει στην κυριολεξία η λαϊκή φαντασία. Οι Κρητικοί πιστεύουν πως είναι σαν τους ανθρώπους, όµως µαύροι κι άσκηµοι µα και κοντοί και η τροφή τους είναι σκουλήκια, βαθρακοί και φίδια. Μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο. Ο λαός πιστεύει πως Καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήµερα τα Χριστούγεννα. Γιατί τότε σηµαίνει πως η σύλληψή τους έγινε του Ευαγγελισµού, πράγµα που για κάθε Χριστιανό είναι βαρύ αµάρτηµα. Και η λαϊκή δεισιδαιµονία για να εµποδίσει ένα τέτοιο παιδί να γίνει Καλικάντζαρος, το δένουν από το χέρι της µάνας του µε µια σκορδοπλεξούδα ή µε ψαθόσκοινο. Έτσι δεν µπορεί να φύγει µαζί τους. Ή του καίνε τα νύχια των ποδιών, γιατί Καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται. Κατά τη λαϊκή αντίληψη οι Καλικάντζαροι ζουν όλο τον χρόνο κάτω από τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη βαστάει. Μα εκεί που λίγο θέλει να πέσει το δέντρο, να γκρεµιστεί µαζί του και η γη, νάσου και φτάνουν τα Χριστούγεννα. Τότε οι Καλικάντζαροι ξεχύνονται στον Απάνω Κόσµο µέχρι τα Φώτα, για να προκαλέσουν µύριες συµφορές στους ανθρώπους. Μα υπάρχει τρόπος να διωχτούν. Η καλή νοικοκυρά θα συµµαζέψει πρώτα µέσα στο σπίτι ό,τι αγγεία βρίσκονται έξω και θα βάλει στο άνοιγµα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού ένα κόσκινο. Ο Καλικάντζαρος και περίεργος είναι και “µπιτ για µπιτ βλάκας». Μόλις το δει στέκεται και αρχίζει να µετράει τις τρύπες τους ένα δυο, ένα δυο, ένα δυο! Παρακάτω δεν ξέρει να µετρήσει, γιατί µπερδεύεται ή δεν τολµάει να πει τρία. Έτσι χάνει την ώρα του, γιατί έχει πια ξηµερώσει και πρέπει να φύγει. Άλλος τρόπος να διωχτούν οι Καλικάντζαροι είναι η φωτιά. Αυτή τους διώχνει µακριά, γι’ αυτό και όλο το ∆ωδεκαήµερο η φωτιά δεν σβήνει στο τζάκι.
Ας αφήσουµε όµως, τους Καλικαντζάρους να … περιφέρονται κι ας πάµε στην ηµέρα των Χριστουγέννων.
Αρκετές µέρες πριν, τα παιδιά ετοιµάζουν την παρέα τους για τα κάλαντα και χαράµατα της παραµονής ξεχύνονται στους δρόµους, για να περάσουν στα σπίτια και ν’ αναγγείλουν τη Γέννηση του Χριστού. Οι τρυφερές φωνές τους συνοδεύονται κι από το ρυθµικό χτύπηµα του τρίγωνου. Όλες οι πόρτες ανοίγουν µπροστά τους ν’ ακουστεί το µήνυµα της µεγάλης µέρας, µαζί µε ευχές κι επαίνους για το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τ’ άλλα πρόσωπα του σπιτιού. Κατά τον λαογράφο Λουκάτο δεν είναι µόνο η θρησκευτική περισυλλογή και τα ωραία ανθρωπιστικά λόγια της υµνογραφίας, που κάνουν τις ηµέρες αυτές των Χριστουγέννων γαληνεµένες και ειρηνοποιές. Είναι η ίδια η ανάγκη των ανθρώπων, µέσα στις δύσκολες χειµωνιάτικες ώρες να ξεφύγουν από τους φυσικούς φόβους τους. Είναι ύστερα η επιθυµία τους, µέσα στην τύρβη της πολλαπλασιασµένης ζωής τους, να ηρεµήσουν από την κοσµική ταραχή, να ξαναγυρίσουν στον “εαυτό” τους και να ζήσουν, αγαπηµένα και ζεστά, στην πρώτη βιοτική οµάδα τους, την οικογένεια.
Το σπίτι, τις ηµέρες αυτές, όλες τις δώδεκα ηµέρες, από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, γίνεται εστία και φρούριο των ανθρώπινων αισθηµάτων, φωλιά αγάπης και ζεστασιάς, που την περιµένουν µε λαχτάρα όσοι ετοιµάζονται να τη ζήσουν, αλλά και µε τραγική νοσταλγία εκείνοι που θα τη στερηθούν.
Ο µήνας µε τα χιόνια και τους Καλικάντζαρους.
*Από το βιβλίο του Μιχάλη Γρηγοράκη ‘‘Κρητικά Λαογραφικά για τους µήνες’’, εκδ. ‘‘Χανιώτικα νέα’’