Δεν ήταν μεγάλος. Δεν είχε όνομα. Είχε γεννηθεί μαζί με το νησί. Ούτε που ξέρω πριν πόσα χρόνια, αιώνες, χιλιετίες… Σερνόταν ήσυχα, σαν καλόγνωμο ερπετό με τις γυαλιστερές πέτρινες φολίδες του ανάμεσα στα σπίτια. Κοντοστεκόταν μπρος στις μισάνοιχτες πόρτες. Αφουγκραζόταν τις κουβέντες των ανθρώπων. Χαιρόταν με τις χαρές τους, πικραινόταν με τις πίκρες τους.
Στη γέρικη πλάτη του κουβαλούσε αγόγγυστα γενιές και γενιές. Είχε μάθει να ξεχωρίζει το περπάτημά τους: Αργόσυρτο των γερόντων. Βαρύ κι ασήκωτο των σεκλετισμένων. Ζωηρό των ερωτευμένων. Ανάλαφρο κι απρόσεχτο των παιδιών. Τα παιδιά! Αχ, αυτά τα παιδιά, πόση λαχτάρα του ‘διναν όταν σκόνταφταν στις λακκούβες -πες ρυτίδες- που με τα χρόνια είχε αποκτήσει. Έλειωνε η ψυχή του με τα γρατζουνισμένα τους γόνατα, με το κλάμα τους…
Δεν ήταν μεγάλος. Δεν είχε όνομα. Ένα σοκάκι νησιώτικο ήταν. Γεμάτο ανηφοριές και κατηφόρες. Που άλλαζε πρόσωπο καθώς άλλαζαν οι εποχές. Κι είχε μάθει να τις ξεχωρίζει: Γέμιζαν οι άκρες του ζουμπούλια, χαμομήλια, μαργαρίτες και μοσχοβολιές; Είχε καταφτάσει η Άνοιξη!
Άχνιζαν οι φολίδες του σαν φρεσκοψημένο καρβέλι; Ήταν ατέλειωτες οι μέρες; Τις νύχτες μες τα μαλάματα του φεγγαριού παίζανε τα παιδιά και βεγγέριζαν στις αυλές οι μεγάλοι; Ήτανε Καλοκαίρι! Χαρά Θεού και του φτωχού!
Λαμποκοπούσε το κορμί του μες τα ποτάμια της βροχής που κυλούσαν τραγουδώντας; Ήτανε σίγουρος πως φθινοπώριασε! Κι όταν τον κουκούλωνε το αφράτο πάπλωμα του χιονιού και χουζούρευε μες την απόλυτη σιγή, χωρίς ν’ ακούει τα βήματα και τον σάλαγο των ανθρώπων, ένιωθε πως ήταν χειμώνας. Κι έπεφτε σαν μερικά ζωντανά σε ύπνο βαθύ…
Δεν ήταν μεγάλος. Δεν είχε όνομα. Ένα σοκάκι του νησιού μου ήταν. Μα είναι φορές που νοσταλγώ να βρεθώ κοντά του. Όπως νοσταλγείς έναν φίλο παιδικό, έναν δικό σου άνθρωπο.
Γιατί πάνω του έκανα τα πρώτα βήματά μου προς τον κόσμο. Πάνω στο καλντερίμι του έμαθα να πέφτω και να σηκώνομαι! Γιατί σαν φίλος περνούσε από το σπίτι μου και μ’ έπαιρνε. Και μ’ οδηγούσε άσφαλτα, στο σχολείο, στην εκκλησιά, στην Καμάρα, την πετρόκτιστη βρύση με τα πολλά μεγάλα λούκια που έτρεχαν γάργαρο, καθάριο, κατάκρυο νερό, στο μικρό πευκοδάσος που στεφάνωνε το χωριό μου…
Και πού δεν με πήγαινε εκείνος ο μικρός ανώνυμος δρόμος…