Βρέχει στο νου. Και κάθε σταγόνα μιά έρημος. Που στις εσχατιές της ασκητεύει η σκέψη. Ανατέλουσα αθιβολή. Μπλέχτηκαν οι χορδές. Και φτιάχνουν τη θύμηση. Σιωπηλή ρίζα. Μέσα στα νέφη. Μέσα στον ουρανό. Και τη γη σου. Οντε θα βγεις απο την καταιγίδα, θα’ σαι πιο καθάριος. Αυτό είναι και το νόημα της καταιγίδας. Ήχοι αταίριαστοι, θα χαθούν. Μέσα στο εργαστήρι των ερήμων. Εκεί που ικέτης βρήσκεσαι. Σε χαμένους ναούς. Που , χάνοντας το δρόμο σου, του βρήκες. Κάθε απώλεια πορείας, οδηγεί σ’ εναν χαμένο ναό. Ίσως το σχήμα να είναι οξύμορο. Όμως, πόσες φορές η απώλεια της πορείας, οδήγησε στον κρυμένο στόχο σου. Αυτόν, τον ξεχασμένο. Τον μπερδεμένο. Που ήταν απο μόνος του ενας χαμένος ναός. Αποφάσισες να ασκητέψεις μέσα στ’ αρώματα της Άνοιξης. Εκείνης που έκανε καιρούς πολλούς να’ ρθει. Καθώς ταξίδευε σε χρόνους άλλους. Καθώς ταξίδευες σε χρόνους άλλους. Το ταξίδι. Παλιό όσο ο χρόνος. Και πιο παλιό ακόμα. Πρίν τον χρόνο. Θύρα ανοιχτή στη καταιγίδα της σκέψης. Και ‘συ στη μέση της. Αγγίζεις τον γόνα τ’ αστεριών. Με το νου σου. Μα τ’ άστρη είναι κρυμένα. Πίσω απο τα νέφη όλων αυτών που έγιναν πληγή σιωπηλή. Στο εργαστήρι των ερήμων σου ασκητεύεις λοιπόν. Κι έχεις μαζί σου παλιούς χάρτες τ’ ουρανού. Απλώνεις τα χέρια. Γίνονται ένα με τα φτερά της χαμένης γερακίνας. Ακολουθείς την ανάσα της. Παλιός ιχνηλάτης είσαι. Που δεν μπορεί να βρεί τα χνάρια του απείρου. Και τα δικά του. Και ξέρεις τώρα. Δίχως ν’ απορείς πια. Πως όλες οι χαμένες πορείες οδηγούν στον αληθινό προορισμό σου. Βρήκες πια τη γερακίνα. Και πετάς μαζί της. Εκεί που τελειώνει η βροχή.