Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Εκείνο το βράδυ

«Οταν θα μεγαλώσω μάνα»/ έλεγε εκείνο το βράδυ/ ο πιο μικρός,/ «θα φτάνω κι εγώ το μάνταλο/ και θ’ ανοίγω την αυλόπορτα,/ όπως τ’ αδέλφια μου»./ «Ναι! όταν μεγαλώσεις, γιέ μου»,/ του ‘λεγε η μάνα του,/ «τότε θα φτάνεις το μάνταλο./ Να έτσι! Κοίταξ’ εμένα, παιδί μου,/ κοίταξ’ εμένα μάτια μου»./ «Ναι! μα πότε μεγαλώνει, ένα παιδί;»/ «Ενα παιδί μεγαλώνει, γιε μου,/όταν μπορεί να φτάνει το μάνταλο»./ «Και ύστερα δεν θα ‘μαι πια παιδί;»/ «Οχι, βέβαια! Υστερα θα ‘σαι άντρας, γιε μου!»./ «Μα όταν μεγαλώσω, μάνα,/ και θα ‘μαι άντρας, / και θα φτάνω το μάνταλο,/ τι μπορώ να γίνω περισσότερο από άντρας;».

Έτσι ρωτούσε το βράδυ εκείνο/ ο πιο μικρός/ το βράδυ εκείνο,/ που άλλοι κόντυναν /-Θε μου, πώς κόντυναν οι πιο πολλοί-/ και δεν έφταναν το μάνταλο./ Το βράδυ εκείνο, που άλλοι ψήλωσαν,/ ψήλωσαν ξαφνικά,/ κι έφτασαν τον μάνταλο της αυλόπορτας/ και βγήκαν στους δρόμους…/ Ηταν το μπόι τους που ψήλωσε;/ Ηταν τα δάχτυλά τους που μάκρυναν;/ Ή ήταν η καρδιά τους που μεγάλωσε/ και καταβρόχθισε τις σάρκες τους;

«Ενας άντρας, γιε μου,/ γίνεται κάτι πιο πάνω από άντρας,/ αν μείνει άντρας σ’ όλη του τη ζωή»./ του απάντησε η μάνα του/ κι αφουγκραζόταν τη λαοβουή/ που πετροβολούσε τις γρίλιες των παραθυριών·/ κι αφουγκραζόταν την καρδιά της/ τη βαφτισμένη στη λαοβουή…

«Μπορεί να μη γυρίσουμε, μάνα» της είχε πει φεύγοντας ο μεγάλος,/ και τη φίλησε στο μέτωπο/ σαν Παναγιά Βυζαντινή./ Χρόνια τώρα/ σκεφτόταν τις Σπαρτιάτισσες./ Δεν μπορούσε να καταλάβει/ εκείνο το «ή τάν ή επί τάς»,/ που έλεγαν στα παιδιά τους,/ όταν τους έδιναν την ασπίδα,/ την ώρα που κινούσαν για τον πόλεμο·/ δεν μπορούσε να παραδεχτεί,/ πως μια μάνα μπορούσε να πει/ τέτοια λόγια στον γιο της./ Μια μάνα, σκεφτόταν, τι μπορεί/ να είναι περισσότερο από μάνα;/ Κι όμως απόψε/ 16 του Νοέμβρη 1973,/ κατάλαβε στα σαράντα δύο της χρόνια,/ πως μια μάνα/ είναι κάτι παραπάνω από μάνα/ ενός, δύο, τριών παιδιών./ Είναι μάνα όλων των παιδιών του κόσμου:/ κι αυτών που ψήλωσαν απόψε,/ κι αυτών που δεν ψήλωσαν,/ κι αυτών που κόντυναν,/ κι αυτών που ήταν κοντοί ανέκαθεν…

«Μάνα την ευχή σου»,/ είχε πει κι ο δεύτερος,/ εκείνος που ήταν πάντα ακούρευτος/ κι έλεγε πως νοιάζεται/ μόνο για τα κορίτσια./ «Στο καλό! Η Παναγιά μαζί σας»…/ Ο μικρός είχε βάλει τις φωνές·/ ήθελε να πάει κι αυτός…/ «Εσύ μείνε», του είχαν πει οι μεγάλοι/ και χάθηκαν στους δρόμους,/ λουσμένοι στο εσπερινό φως,/ ντυμένοι στα κυριακάτικά τους·/ και δεν ήξεραν αν ήταν Σταύρωση/ ή Ανάσταση εκεί που πήγαιναν./ Κι έμεινε ο μικρός με τη μάνα του·/ και η λαοβουή πετροβολούσε/ τις γρίλιες των παραθυριών…

«Μάνα μην κλαίς!»/ μίλησε για στερνή φορά ο μικρός./ «Θα μεγαλώσω κι εγώ!/ Θα γίνω άντρας, σου λέω!/ Και θα μείνω άντρας!».

(Από την ποιητική συλλογή του γράφοντος “ΚΑΖΟΒΑΡ” Γ’ Έκδοση, “ΠΥΞΙΔΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ”, Χανιά 2014).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα