1973, 15, Πέμπτη. Φοιτητές, ίσως και άλλοι, κλείνονται στο Πολυτεχνείο Αθηνών με εκδηλώσεις κατά της χούντας. Ανάλογα και στο Πολυτεχενίο Θεσσαλονίκης.
17. Σάββατο. Συνεχίζεται η παραμονή μου στην Αθήνα, όπου έχω ανέβει για θέματα της Εταιρείας Θεάτρου Κρήτης, Πρόεδρος της οποίας ήμουν τότε. Για τις υποθέσεις της Ε.ΘΕ.Κ έχουν ανέβει επίσης ο Νίκος Κοπιδάκης και ο Δημήτρης Καρτάκις. Μέ τον πρώτο μένουμε στο ξενοδοχείο ΑΚΑΔΗΜΟΣ. Αργά το απόγευμα στο σαλόνι ενός από τους υψηλούς ορόφους του ξενοδοχείου βρεθήκαμε με τον Ιωάννη Κακριδή, Καθηγητή μου στη Θεσσαλονίκη και Πρόεδρο μετά στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, από το οποῖον είχαμε αποχωρήσει, με παραίτηση εκείνος, με απόλυση εγώ), την Αρχαιολόγο, αρχιτέκτονα- μηχανικό και συγγραφέας Χρυσούλα Τζομπανάκη, και τον τότε Δήμαρχο Ρεθύμνου Δημήτρη Αρχοντάκη. Κάποια στιγμή κατέβηκα στό δρόμο. Είδα πλήθος πολύ που έσπευδε προς το Πολυτεχνείο, στρατιωτικά οχήματα, τάραχο μεγάλο. Επέστρεψα στο δωμάτιό μου. Είχα ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Ἀκουσα το «εδώ Πολυτεχνείο…» και τις εκκλήσεις για βοήθεια. Επιστρέφω στη συντροφιά, καλώ κοντά μου τον Κοπιδάκη. -Έτσι και έτσι του λέγω. Και ε ί ν α ι η ώ ρ α τ ο υ κ λ ή ρ ο υ. Πάμε, αν θέλεις.- Πού νά πάμε;- Πάμε στο Πολυτεχνείο. Εγώ γνωρίζω τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
Θα μπούμε στο Πολυτεχνείο σκαρφαλώνοντας στα κάγκελα. Θα φτάσουμε στο ραδιόφωνο. Και θα καλέσω τον Ιερώνυμο να διατάξει σύναξη των Ιερέων της Αθήνας, να σπεύσουν μαζί του στο Πολυτεχνείο, να προλάβουν την αιματοχυσία. Μόνον εκείνοι θα μπορέσουν ίσως. Πάμε! Τρέξαμε πράγματι.
Σε ικανή απόσταση όμως από το Πολυτεχνείο το πλήθος ήταν τόσο πυκνό, που, παρά τους σκληρούς διαγκωνισμούς μας, με τους οποίους προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε τα κάγκελα, δεν το κατορθώσαμε πριν φθάσει το τανκ και ρίξει την Πύλη. Είχαμε πλησιάσει εκεί. Μια ανθρώπινη μάζα μας παρέσυρε, τυφλούς σχεδόν από δακρυγόνα. Η κρίσιμη ευκαιρία για τον κλήρο της Αθήνας είχε χαθεί. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον για κάμποσο καιρό. Τον Ιερώνυμο εγνώριζα από παλαιότερα. Ως φοιτητής και Ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης είχα δημιουργήσει Ομάδες Κοινωνικής Διακονίας με την ευλογία του οικείου Μητροπολίτη αείμνηστου Παντελεήμονα Παπαγεωργίου. Συμμετείχαν εθελοντικά και πρόσφεραν σημαντική εργασία δεκάδες φοιτητών και φοιτητριών από διάφορες Σχολές του Πανεπιστημίου. Μετά την αποφοίτητή μου (1956) παρέδωσα τη διεύθυσνη των Ομάδων στον Καθηγητή Αγουρίδη, που μόλις είχε εκλεγεί.
Ἀργότερα ἀνέλαβε τήν εὐθύνη ὁ ἐπίσης Καθηγητής τῆς ἴδιας Σχολῆς Ιερώυμος Κοτσώνης. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας είχαμε γνωρισθεί, επειδή, κάθε φορά που επέστραφα από τη Γερμανία στην πατρίδα (1958-1964) φρόντιζα να επικοινωνώ και με τη Θεσσαλονίκη. Όταν τον Φεβρουάριο του 1965 ορκισθήκαμε τα πρώτα στελέχη του νεοσύστατου Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, έγώ, χωρίς να απαλλαγώ πλήρως από τις εργασίες του Ινστιτούτου και από διδακτικά καθήκοντα (Ακαδημία Σωματικής Αγωγής και μετεκπαίδευση δασκάλων και καθηγητών), αποσπἀσθηκα ως Αντιπρόεδρος στο Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Κ.Υ.Σ.Δ.Ε.), στο Κεντρικό Κτήριο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπως το έλεγαν τότε, στην οδό Μητροπόλεως. Ο Πρωθιερέας των Ανακτόρων Ιερώνυμος λοιπόν, πηγαίνοντας στην Αρχιεπισκοπή, ανέβαινε πότε-πότε στο Γραφέιο μου για καφέ.
Εκεί γεννήθηκε και η ιδέα, να κληθεί σύσσωμο το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο σε μια κυριακάτικη θεία Λειτουργία στο Παλάτι. Και μπορεί να φαντασθεί κανείς την ατμόσφαιρα, όταν γέμισε σχεδόν το ανακτορικό παρεκκλήσι με τον Παπανούτσο, τον Κακριδή, τον Κριτικό και μας όλους τους άλλους «εαμοβούλγαρους», όπως μας στόλιζε καθημερινά σχεδόν μερίδα του Τύπου.
Και αν δεν είχαμε προσέξει στο τέλος της Λειτουργίας το «εν ειρήνη προέλθωμεν» του Ιερώνυμου, ποιός ξέρει ποιά θα ήταν η έκβαση των πραγμάτων, όταν άμεσως μετά, πίνοντας τον καφέ όρθιοι γύρω από το νεαρό βασιλέα Κωνσταντίνο, τον ακούσαμε να διατυπώνει γνώμες και να κάνει προτάσεις για γλωσσικά κυρίως ζητήματα. Στό ερώτημά του «ποιά γλώσσα διδάσκετε;» (εννοώντας ίσως όχι την καθαρεύουσα ή τη δημοτική, αλλά τη μαλλιαρή, όπως τον ενημέρωναν μερικοί), ο Κακριδής απάντησε ήρεμα, πλην σταθερά: «Διδάσκουμε τη γλώσσα που ανθίζει στο στόμα των ελληνίδων μητέρων». Ρώτησε ακόμη, αν θα διατηρήσουμε το πηλήκιο στους μαθητές και άλλα τινα.
Ας είναι! Επανέρχομαι στο Πολυτεχνείο.
Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ευαρεστήθηκε να μού στείλει το βιβλίο του «ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ», απάντησα μεν για να ευχαριστήσω, περιέγραψα όμως και την ως άνω προσπάθειά μου να επικοινωνήσω το βράδυ εκείνο μαζί του. Έλαβα μια γραπτή απάντησή του, που την καταθέτω σήμερα.
Έγραφε ο μακαρίτης: «Το βράδυ εκείνο απουσίαζα από την Αθήνα. Και αν ήμουν όμως εκεί και άκουγα την έκκλησή σου, δεν θα έκανα τίποτε, επειδή πίστευα και πάντοτε πιστεύω, ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να αναμειγνύεται στην πολιτική.»!