Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Εκκλησιαστικά

«Μας βλέπουνε και δεν μας θέλουνε… Γιατί πνευματικοί άνθρωποι που είναι ψηλά θρησκεύουν με τον δικό τους τρόπο; Δεν έχουν σχέση μαζί μας, γιατί δεν θέλουν; Δεν μπορούμε; Δεν ξέρω τι γίνεται… Η ευθύνη είναι επάνω μας… Και οι θεολόγοι και οι παπάδες, εμείς, έχουμε μεγάλη ευθύνη για όλο αυτό το κατάντημα… Έχουμε ευθύνες και το καλύτερο που θα είχαμε να κάνουμε είναι να καθίσουμε να δούμε τα σφάλματά μας… Πρέπει να γυρίσουμε το φύλλο και να δούμε εμείς τι κάνουμε σαν Εκκλησία και σαν θεολογικές σχολές».
Δεν είναι αυτά σκέψεις και λόγια κάποιου άγνωστου στο πλατύ κοινό. Ανήκουν στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και, προφανώς, αποδεικνύουν χωρίς καμιά αμφιβολία τον προβληματισμό και την ανησυχία που υπάρχει στην ηγεσία της ελλαδικής (τουλάχιστον) Εκκλησίας. Υποθέτω ότι δεν οφείλονται σε «κρίση ειλικρίνειας» αλλά ότι εκφράζουν αυτά που πραγματικά βλέπει ο Αρχιεπίσκοπος. Υποθέτω επίσης πως οι διαπιστώσεις του δεν είναι σημερινές, αλλά ότι τις έχει κάμει εδώ και πολύ καιρό, ίσως και χρόνια. Το γιατί τις δημοσιοποίησε τώρα πρέπει, πιθανόν, να αποδοθεί στο ότι τα πράγματα στο χώρο της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής ζωής έχουν φτάσει σε οριακό σημείο εγκυμονώντας σοβαρούς κινδύνους. Η λέξη «κατάντημα» που χρησιμοποιήθηκε για χαρακτηρισμό του προβλήματος τα λέει όλα.
Στην καρδιά των διαπιστώσεων του κ. Ιερωνύμου βρίσκεται το ότι άνθρωποι βαπτισμένοι Χριστιανοί, «που είναι ψηλά», έχουν απομακρυνθεί από την Εκκλησία – κατά το κοινώς λεγόμενο, της έχουν γυρίσει την πλάτη. Θα πρόκειται όμως για πλάνη, αν νομίσουμε ότι αυτό συμβαίνει μόνο με «πνευματικούς ανθρώπους». Ίσως οι διοικούντες την Εκκλησία θα ήθελαν αυτούς τους ανθρώπους να τους έχουν δίπλα τους, για να υπογραμμίζεται περισσότερο στα μάτια της κοινωνίας η δημόσια παρουσία της. Ασφαλώς, καλό θα ήταν αυτό. Η Εκκλησία όμως έχει ανάγκη όλα τα μέλη της, όχι μόνο τα διακεκριμένα. Και πρέπει οι ηγέτες της να βλέπουν ότι αυτό που περιέγραψε ο Αρχιεπίσκοπος αφορά το μεγαλύτερο κομμάτι του σώματος της Εκκλησίας.
Το αν θελήσουν ή μπορέσουν οι «παπάδες» και οι «θεολογικές σχολές» να δουν το πρόβλημα στις πραγματικές διαστάσεις του και να πάρουν αποφάσεις για θεραπεία είναι κάτι που θα δείξει ο χρόνος. Γιατί τα λόγια είναι εύκολα, παρόμοιες δε απόψεις έχουν διατυπωθεί και κατά το παρελθόν από αρμόδια και μη χείλη. Όλα έμειναν στα λόγια. Δεν είναι εύκολο να θέσει κάποιος «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», ιδίως όταν η πληγή βρίσκεται πάνω στο δικό του σώμα, πολύ δε περισσότερο όταν κινδυνεύει από την κίνηση αυτή να μείνει εκτεθειμένος σε δημόσια θέα και κατακραυγή.
Κρίνοντας από το παρελθόν, κοντινό και μακρινό, αναλογιζόμενος όσα δίπλα μας ή μακριά μας έχουν συμβεί και συμβαίνουν και είτε έχουν δημοσιοποιηθεί είτε τυχαίνει να γνωρίζω από προσωπική εμπειρία, φοβούμαι ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτε, δεν θα αλλάξει τίποτε. Η πεποίθησή μου εδραιώνεται όχι στο ότι τα προβλήματα είναι δυσεπίλυτα αλλά στο ακριβώς αντίθετο: είναι πολύ εύκολο να λυθούν. Αλλά αν συμβεί αυτό, κάποιοι πρέπει να ματώσουν και να πονέσουν, να θυσιάσουν αυτά που τους έχουν προσδώσει κύρος και επιβολή, να πάψουν να ζητούν «την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς».
Σε ένα χώρο που δεν είναι ή που παύει να είναι ελκυστικός δύσκολα μπορεί κάποιος να μπει και να παραμείνει, και μάλιστα με τη θέλησή του. Και αν το χώρο αυτό του τον είχαν υποσχεθεί ή ο ίδιος τον είχε οραματισθεί «όμορφο… ηθικό, αγγελικά πλασμένο», η αποκοπή του από αυτόν μπορεί να συνοδεύεται από το συναίσθημα της αποστροφής ή της απογοήτευσης. Δεν βρίσκεται μακριά από το να γίνει και εχθρός του ξεκινώντας πόλεμο με τα μέσα που του προσφέρονται. Αυτά διδάσκει η στοιχειώδης λογική, τα επιβεβαιώνει πολύ συχνά η ζωή.
Και με την Εκκλησία αυτό συμβαίνει – το παραδέχεται, με άλλα λόγια, και ο Αρχιεπίσκοπος. Ο οποίος στο εύλογο ερώτημα «τι φταίει για το κατάντημα;» δεν απαντά προτείνοντας (ή υποσχόμενος;) μελέτη, έρευνα, λύσεις. Δεν ξέρω προς τα πού θα στραφούν για αναζήτηση των αιτίων. Είναι όμως βέβαιο πως πρώτα πρέπει να κοιτάξουν και να προσέξουν το πώς έχουν «καταφέρει» να εμφανίζουν την Εκκλησία στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Γιατί, χωρίς αμφιβολία, και παλαιότερα και σήμερα η Εκκλησία ως (θεοστήρικτος) θεσμός έχει δώσει και εξακολουθεί να προσφέρει πολλά και ανεκτίμητα στον άνθρωπο, υπάρχουν όμως και ουκ ολίγα αρνητικά που οφείλονται μεν σε πρόσωπα – μέλη της, αλλά που με τη σύμπραξη φανερών και αφανών καλοθελητών στιγματίζουν την ίδια ως θεσμό και ναρκοθετούν την πορεία της.
Δεν θα σταθώ σε όσους συκοφαντούν – συκοφάντες υπήρχαν πάντοτε. Δεν θα σταθώ, γιατί ο συκοφάντης και η συκοφαντία αποκαλύπτονται αργά ή γρήγορα. «Η αλήθεια μένει και ισχύει εις τον αιώνα, και ζη και κρατεί εις τον αιώνα του αιώνος», όπως πολύ καθαρά διαμηνύεται στην Αγία Γραφή. Δεν θα σταθώ, γενικότερα, σε όσους για οποιοδήποτε λόγο προσωπικό βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, είτε την πολεμούν είτε όχι. Από αυτούς δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιμένει κανείς βοήθεια και λύσεις.
Χωρίς να προσδίδω στο λόγο μου έννοια μομφής ή καταγγελίας, στρέφομαι στην εικόνα την οποία βγάζουν προς τα έξω πρόσωπα με διακεκριμένη θέση στο χώρο της Εκκλησίας (το τι συμβαίνει στο παρασκήνιο είναι, ευτυχώς ή δυστυχώς…, άγνωστο στους απ’ έξω). Πρόκειται για εικόνα τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν είναι για έπαινο ή για μίμηση. Ατασθαλίες διοικητικού, πνευματικού, ακόμη και οικονομικού περιεχομένου, με πρωταγωνιστές μάλιστα υψηλά ιστάμενους, δημοσιοποιούνται συχνά σκανδαλίζοντας και εξοργίζοντας τον κόσμο. Αυθαιρεσία, οίηση και αλαζονεία σε συνδυασμό με έκδηλο φαρισαϊσμό και με υποκρισία συνιστούν μίγμα εκρηκτικό που απειλεί με διάβρωση όχι μόνο πρόσωπα αλλά και ολόκληρο το οικοδόμημα. Γιατί, όσο και αν καταβάλλεται προσπάθεια να καλύπτονται από πέπλο αδιαφάνειας τα κακώς κείμενα, είναι στην εποχή μας δύσκολο να κρατηθούν όλα στο σκοτάδι. Κάποια από αυτά βλέπουν το φως της δημοσιότητας με πρώτη αλλά μεγάλης σημασίας συνέπεια να εξωθούνται πολλοί σε αναθεώρηση των απόψεών τους για την «Εκκλησία των ανθρώπων» και για τη σχέση τους με αυτήν.
Έτσι εξηγείται το ότι μικρό μόνο μέρος των (κατ’ όνομα) Χριστιανών συμμετέχει στη Λατρεία (π. χ. στον εκκλησιασμό). Και αν σε κάποιες εορτές του ετήσιου κύκλου (όπως στην πρόσφατη της Αναστάσεως) παρατηρείται μεγαλύτερη προσέλευση στους ναούς, δεν πρέπει να αποφεύγεται, όσο επώδυνη και αν είναι, μια σύγκριση: πόσοι είναι αυτοί που εκκλησιάζονται σε μια ενορία και πόσοι εκείνοι που μένουν στο σπίτι τους. Δεν είναι δηλαδή τυχαίο το ότι απέχουν, αλλά πρόκειται για συνειδητή επιλογή με την οποία επιχειρούν να στείλουν μήνυμα ηχηρό αποδοκιμασίας, ίσως όμως και μήνυμα απόγνωσης και απογοήτευσης. Επιπλέον, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται το ότι πολλοί είναι εκείνοι που, είτε από άγνοια όσων συμβαίνουν στα ενδότερα είτε επειδή έχουν τη δύναμη να τα παραβλέπουν είτε διότι δεν βρίσκουν τρόπο να τα αποδοκιμάσουν, εξακολουθούν να βρίσκονται κοντά στην Εκκλησία και να συμμετέχουν στις δραστηριότητές της.
Το μήνυμα που στέλνει η κοινωνία, κατά τις διαπιστώσεις και του Αρχιεπισκόπου, δεν μπορούν ή (μάλλον) δεν θέλουν να αναγνώσουν οι αποδέκτες του. Μήνυμα στην κορυφή του οποίου βρίσκεται η αντίδραση για τα μεγάλα ατοπήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη βάση του όμως έχει παρατηρήσεις και σχόλια για επί μέρους ζητήματα, άλλα από τα οποία σχετίζονται με την κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας, άλλα με την ενοριακή ζωή.
Πιο αναλυτικά όμως για το θέμα σε επόμενο σημείωμα.

*φιλόλογος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα