Ὁ Μέγας Άθανάσιος ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» σημειώνει ἀνάμεσα στὰ ἄλλα: «ἑαυτὸν ὁ Κύριος ᾐνίττετο (ὑπαινισσόταν, ὑποδήλωνε) (…) οὐδεὶς γὰρ ὑπὲρ τῶν προβάτων θάνατον κατεδέξατο εἰ μὴ μόνος ὁ Κύριος. αὐτὸς μόνος ὑπὲρ τῶν λογικῶν προβάτων κατεδέξατο θάνατον, οὐκ ἀκούσιον, ἀλλ’ ἑκούσιον».
O χαρακτηρισμὸς τῶν πιστῶν, ὅσων δηλαδὴ ἀποτελοῦν τὴν “ποίμνη” τοῦ Ἰησοῦ, μὲ τὶς λέξεις “πρόβατα λογικὰ” χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα. Ὅσο καὶ ἂν ἐπισύρει ἀποδοκιμασία ἢ καὶ λοιδορία ἀπὸ ὁρισμένες πλευρές, δὲν παύει νὰ εἶναι στερεότυπο ποὺ μὲ ἀκρίβεια ἐκπέμπει ἕνα μήνυμα: ὅπως ὁ βοσκὸς ἔχει καὶ φροντίζει τὰ πρόβατά του, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς φροντίζει ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν. Κοινὸ σημεῖο βρίσκεται στὸ ὅτι καὶ ἡ μία ποίμνη καὶ ἡ ἄλλη χαρακτηρίζονται ἀπὸ πραότητα καὶ ἡμερότητα· στὰ πρόβατα αὐτὸ τὸ χαρίζει ἡ φύση τους, στοὺς πιστοὺς ἡ ἐπενέργεια τὴν ὁποία ἀσκεῖ ἡ εὐλογία τοῦ Ποιμένος Χριστοῦ.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ οὐσιώδης διαφορά: στὴ μία ποίμνη ὑπάρχουν ἄλογα πρόβατα, στὴν ἄλλη λογικά· πρόβατα δηλαδὴ ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸ ἐπέλεξαν, ἡ δὲ ἐπιλογή τους ἦταν ἔργο τῆς λογικῆς. Τονίζεται τοῦτο, ἐπειδὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ κάποιος ὅτι στὴν “ποίμνη” τοῦ Χριστοῦ μετέχουν καὶ “πρόβατα” ποὺ ὁδηγοῦνται καὶ ἐν συνεχείᾳ πολιτεύονται μὲ βάση τὸ συναίσθημα. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης, δύο ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ζήτησαν κάτι ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν συναισθηματικὸ κόσμο τους, νὰ ἔχουν δηλαδὴ δίπλα του καλύτερη θέση ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἄκουσαν αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε». Καὶ τὴν ἴδια ὥρα οἱ ὑπόλοιποι Μαθητὲς «ἤρξαντο ἀγανακτεῖν».
Τὸ συναίσθημα, λοιπόν, δὲν ἔχει θέση στὸν Χριστιανισμό; Μόνη δύναμη στὸν Χριστιανὸ εἶναι αὐτὴ τῆς λογικῆς; Δύσκολο τὸ ἐρώτημα, ἀκόμη πιὸ δύσκολη ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτό. Μποροῦμε ὅμως νὰ προσέξουμε κατ’ ἀρχὴν ὅτι στὰ Εὐαγγέλια γίνεται λόγος γιὰ συναισθήματα: ὁ Πέτρος ἀπὸ φόβο ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς τὸν Χριστό· οἱ Μυροφόρες πλησιάζοντας τὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ “ἐφοβοῦντο”, ὁ Ἄγγελος ὅμως τὶς προέτρεψε νὰ χαροῦν γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ· πολλὲς φορὲς ὁ Χριστὸς σπλαχνίστηκε ἀρρώστους καὶ τοὺς θεράπευσε, ἐνῶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση παρουσιάστηκε στοὺς Μαθητὲς (οἱ ὁποῖοι «πτοηθέντες καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν») καὶ τοὺς ἀπηύθυνε τὸν λαμπρὸ χαιρετισμὸ “χαίρετε” – κ.λπ. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ δοῦμε καὶ τοῦτο: ἄλλης κατηγορίας συναίσθημα εἶναι π. χ. ὁ φόβος τοῦ Πέτρου ἢ τῶν Μυροφόρων, ἄλλης ἡ χαρὰ γιὰ τὴν ὁποία κάνουν λόγο ὁ Ἄγγελος καὶ ὁ Χριστὸς· ἀνθρώπινο καὶ φυσιολογικὸ τὸ πρῶτο, πνευματικοῦ περιεχομένου τὸ δεύτερο.
Παράλληλα μὲ τὴ διάκριση αὐτὴ ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια ἡ δύναμη τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία τιθασεύει τὸ συναίσθημα – στὴν οὐσία ὑπενθυμίζει ὅτι πρόβατα λογικὰ ἔχουν θέση στὴν “ποίμνη” τοῦ Χριστοῦ· ὁ ὁποῖος κάποτε τὸ εἶπε καθαρά: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», πρέπει δηλαδὴ νὰ τὸ σκεφτεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει. Τὸ ἴδιο ἔλεγε ὅσες φορὲς ἀπευθυνόμενος σὲ θεραπευμένους τόνιζε τὸ ὅτι σώθηκαν ἐπειδὴ εἶχαν πίστη («ἡ πίστις σου σέσωκέ σε») – καὶ ἡ πίστη προκύπτει ἀπὸ διανοητικὴ διεργασία. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ὑπολανθάνει στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου: ὁ Ἄσωτος «ἐλθὼν εἰς ἑαυτὸν» (ὅταν συνειδητοποίησε τὸν ξεπεσμό του) πῆρε ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικὸ σπίτι του· ἐνῶ καὶ ὁ πατέρας ποὺ τὸν ὑποδέχτηκε χάρηκε μέν, ἀλλὰ φρόντισε νὰ προβάλει τὴν οὐσία: «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, ἀπολωλὸς ἦν καὶ εὑρέθη». Ἀκόμη καὶ ἡ προτροπὴ πρὸς τοὺς Μαθητές του «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν ἀφίενται αὐτοῖς» στὴ λογικὴ στηρίζεται, ὄχι στὸ συναίσθημα (δὲν εἶναι δηλαδὴ συνέπεια προσωπικῶν σχέσεων ἢ συμπάθειας κ.λπ.). Ἄξιο προσοχῆς εἶναι καὶ τὸ ὅτι ἡ “μετὰ βαΐων καὶ κλάδων” θριαμβευτικὴ ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα δὲν ἔγινε ἀφορμὴ ἢ πρόσχημα γιὰ συναισθηματικὲς ἐξάρσεις. Ἄξιο ἀκόμη προσοχῆς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὅσοι ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ (γυναῖκες, μαθητὲς) δὲν κινήθηκαν ἀπὸ κάποιο συναίσθημα ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ νοῦ. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικά, καθόσον ἡ διαχείριση τῆς ἐλευθερίας κάθε ἀνθρώπου ἐπαφίεται στὸν ἴδιο καὶ στὴ διανοητικὴ λειτουργία του. Μὲ τὸν δικό του τρόπο τὸ διακήρυξε αὐτὸ ὁ Καζαντζάκης: «Δὲν ἐλπίζω τίποτα, δὲν φοβοῦμαι τίποτα, εἶμαι λέφτερος».
Καὶ πάλι τὸ ἐρώτημα: στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ὅπως ἔχει διαμορφωθεῖ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἔχει θέση τὸ συναίσθημα;
Ἂν περιοριστοῦμε στὸ ζευγάρι τῶν ἀντιθέτων χαρὰ – λύπη, θὰ βροῦμε τὴν ἀπάντηση (ἀπὸ τὸν “Ἐκκλησιαστὴ” τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης) «καιρὸς τοῦ γελάσαι καὶ καιρὸς τοῦ κλαῦσαι». Ὑπάρχει ὅμως πλῆθος συναισθημάτων καὶ ἀποχρώσεών τους, συνέπεια τοῦ ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου περιλαμβάνει καὶ τὴν περιοχὴ ποὺ τὰ γεννᾶ ἢ τὰ ὑποδέχεται ἢ τὰ τρέφει ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις καὶ τὴν ἐν γένει πορεία τῆς ζωῆς. Διευρύνοντας, λοιπόν, τὸ νόημα τῆς φράσης αὐτῆς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ ὅλα ὑπάρχει ἡ κατάλληλη ὥρα. Στὸ ἐρώτημα “ποιά εἶναι ἡ κατάλληλη ὥρα;” τὴν ἀπάντηση δίνουν κανόνες καὶ περιορισμοί, ἐθιμικοὶ ἢ θετοί, τοὺς ὁποίους συνηθίζουμε καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε.
Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ στενὴ ἔννοια ἕνα μεγάλο μέρος ὅσων τὴν συνθέτουν καθορίζεται ἀπὸ τυπικὲς διατάξεις καὶ παραινέσεις πρὸς τοὺς πιστούς. Σὲ κάποιο βαθμὸ αὐτὰ οἱ περισσότεροι τὰ γνωρίζουν, ἐπειδὴ τὰ συναντοῦν ἐπαναλαμβανόμενα μὲ βάση τὸ ἑορτολόγιο. Ἄν, μάλιστα, ἐνδιαφέρονται γιὰ ἐπὶ μέρους λεπτομέρειες, μποροῦν νὰ ἀνακαλύψουν καὶ σημεῖα στὰ ὁποῖα ὁρισμοὶ καὶ θέματα ἀπευθύνονται στὸ συναίσθημα, ἀνάλογα μὲ τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς κατὰ περίπτωση Ἀκολουθίες. Ἄλλη εἶναι, π. χ., ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου (“κατανυκτικὸν” χαρακτηρίζεται), ἄλλη ἡ τοῦ Πεντηκοσταρίου (“χαρμόσυνον”). Ἄλλα νιώθουμε στὴν Ἀκολουθία τοῦ γάμου ἢ τοῦ βαπτίσματος, ἄλλα στὴ νεκρώσιμη. Ὅλα ὅμως συνδέονται μὲ τὸ πνεῦμα ἀφήνοντας στὴν ἄκρη τὸ χοϊκὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη καὶ ἡ προτροπὴ τοῦ Χρυσοστόμου κατὰ τὴν Ἀνάσταση «ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες» συνδέεται μὲ τὴν μεγάλη ἑορτή, ἀφοῦ «ὁ ᾍδης ἐπικράνθη» καὶ «ἀνέστη ὁ Χριστός». Γενικά, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ λύπη καὶ ἡ χαρὰ εἶναι ἔννοιες γύρω ἀπὸ τὶς ὁποῖες συνωθοῦνται οἱ συναισθηματικὲς ἀναφορὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τὸ ὅτι δὲ συχνὰ συνυπάρχουν ἀξεχώριστα ὅσα μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς δηλώνονται ἔχει ὁδηγήσει στὴ σύνθεση τῆς πλούσιας σὲ περιεχόμενο λέξης “χαρμολύπη”.
Μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι εὔκολο νὰ διακρίνει κάποιος τὴν ὕπαρξη τοῦ μέτρου. Στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, στὴ χαρὰ καὶ στὸ πένθος, στὴν τρικυμία καὶ στὴ γαλήνη, στὴν πτώση καὶ στὴν ἀνόρθωση ἡ Ἐκκλησία συγκρατεῖ τὸν ἄνθρωπο προσπαθώντας νὰ τὸν προστατέψει ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τῶν ὅποιων συναισθημάτων του, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτραπεῖ σὲ αὐθαίρετη συμπεριφορά. Τοῦ δείχνει, δηλαδή, τὸ δρόμο ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ καὶ τὶς συνέπειές της. Τὸν καλεῖ μὲ λόγο πατρικὸ νὰ πολιτεύεται καὶ νὰ ἀγωνίζεται μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, τὸ ὁποῖο προβάλλει μὲ ποικίλους τρόπους: μὲ τὸν ὕμνο καὶ μὲ τὴ δέηση, μὲ τὴ δοξολογία καὶ μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴ συγχώρηση καὶ μὲ τὴν ταπείνωση ἐφαρμόζοντας συγχρόνως τὶς καθιερωμένες τυπικὲς διατάξεις.
Ὑπάρχουν, λοιπόν, πυξίδα καὶ κριτήρια γιὰ τὴ θέση ποὺ ἡ Ἐκκλησία ζητάει να ἔχει τὸ συναίσθημα στὸ χῶρο της. Συμβαίνει ὅμως συχνά, ἄνθρωποι καθὼς εἴμαστε, νὰ ὑποκύπτουμε μπροστὰ στὴν πίεση τῶν συναισθημάτων μας, νὰ ὑψώνουμε τὴ δική μας σημαία καὶ αὐτὴν νὰ ἀνεμίζουμε.Πρόκειται γιὰ παρέκκλιση ἄλλοτε λιγότερο, ἄλλοτε περισσότερο σοβαρή. Παρασύρεται, ἂς ποῦμε, κάποιος σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς πανδημίας καὶ ἀπὸ θέση ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ καὶ ἐπηρεάζει πολλοὺς ὑποστηρίζει πὼς πάνω ἀπὸ τὴν πίστη δὲν βάζει τὶς ὁδηγίες τῶν γιατρῶν. Δὲν ἀποκλείεται νὰ φτάνει καὶ σὲ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας ὑποστηρίζοντας π.χ. ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι φάρμακο γιὰ τὸ σῶμα· ὁ Χριστὸς ὅμως ἄλλο εἶχε πεῖ: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» ἢ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Ἄλλος, ποὺ ἐνδέχεται νὰ εἶναι καὶ ἱεράρχης, δὲν διστάζει νὰ ἐκφράζει τὴν ὀργὴ ἢ καὶ τὸ μένος ποὺ νιώθει παραμερίζοντας ὅσα περὶ ἀγάπης καὶ ὁ ἴδιος κηρύττει. Ἀπὸ τὶς πολλὲς περιπτώσεις ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ καταγράψω ἀναφέρω μία γιὰ τὴν ἰδιοτυπία της: ἐπίλεκτος ἀρθρογράφος τῆς ἐφημερίδας δὲν παραλείπει, ἀναφερόμενος σὲ ἀοίδιμο πλέον ἱεράρχη, νὰ τὸν χαρακτηρίζει “Ἅγιο” καὶ “Χριστιανό”. Καὶ τὸ μὲν πρῶτο λίγο ξενίζει, ἀφοῦ ἔχει ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια οἱ ἱεράρχες νὰ ἀποκαλοῦνται καὶ ἐν ζωῇ Ἅγιοι· τὸ δεύτερο ὅμως ὁδηγεῖ στὴν εὔλογη ἀπορία: ὑπάρχουν ἱεράρχες λιγότερο ἢ περισσότερο καί, ἀκόμη χειρότερα, μὴ Χριστιανοί; Διότι, ἂν δὲν κάνω λάθος, στὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων ὑπάρχει πλῆθος χαρακτηρισμῶν (πατριάρχης, ἐπίσκοπος, μοναχός, στρατηλάτης, ἔπαρχος, φιλόσοφος, κωφός, πτωχός, βουκόλος, ταχυδρόμος, κηπουρός, σαλὸς (=ἠλίθιος, μωρός), κάλφας, ναύκληρος, γεωργός, λεπρός, ράπτης, ξενοδόχος, λησταί, ποιητής, δεσμοφύλαξ, μάγος, ρήτωρ, μάγειρος, παντοπώλης, πρότερον πόρνη, (διὰ τὸ βραχὺ τοῦ ἀναστήματος) κολοβός, ζωγράφος, σκυτοτόμος κ.λπ.), πουθενὰ ὅμως δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ὁ (πέραν τοῦ μέτρου καὶ τῆς λογικῆς) χαρακτηρισμός.
Κομμάτι τῆς ζωῆς ἡ Ἐκκλησία, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀγνοήσει τὸ ὅτι οἱ πιστοὶ εἶναι μέλη καὶ τοῦ εὐρύτερου κοινωνικοῦ συνόλου. Ἔτσι, χωρὶς νὰ ἀπεμπολεῖ τὶς σχετικὲς μὲ τὴν πνευματικότητα θέσεις της, ἀποδέχεται καὶ συμμετέχει στὴν ἔκφραση καὶ στὸ διαμοιρασμὸ τῶν συναισθημάτων. Πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ πρόσκληση πρὸς τοὺς πιστοὺς νὰ ἀναφωνήσουν «ἄξιος!» κατὰ τὴν τελετὴ τῆς χειροτονίας; ἤ, κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ γάμου, ἡ πανηγυρικὴ περιφορὰ τῶν νεονύμφων, ἐνῶ ψάλλεται ὁ ὕμνος «Ἠσαΐα, χόρευε…» μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι σὰν νὰ προαναγγέλλεται τὸ γαμήλιο γλέντι ποὺ θὰ ἀκολουθήσει; Αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζεται ἀπὸ κάποιους καλοθελητές, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι χῶρος ὅπου θέση ἔχουν μόνο τὸ πένθος καὶ τὰ ἀγέλαστα καὶ σκυθρωπὰ πρόσωπα, εἶναι ἀναληθές, σχεδὸν συκοφαντία. Καὶ μόνο τὸ ὅτι στὶς συναντήσεις μας ὑπάρχει, παραδεδομένη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἡ προσφώνηση “χαίρετε” ἢ “χαῖρε” εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ βάλει τὰ πράγματα στὴ θέση τους.
Τα θερμά μας συγχαρητήρια στον αγαπητό μας αρθρογράφο κι άριστο Φιλόλογο συμπολίτης μας κ. Γεώργιο Λουπάση, για το σπάνιο κι ανεκτίμητης πνευματικής αξίας δοκίμιό του. Άλλωστε, ο από “Κακοδίκι” Σελίνου ορμώμενος αξιόλογος επιστήμων κι εκλεκτός συνάνθρωπος μας, συνηθίζει να μοιράζεται μαζί μας όλα τα χαρίσματα και δημιουργικά του έργα αφού αυτά ανήκουν σ’ όλους τους ανθρώπους, όπου γης. Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλία Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.
Συγχαρητήρια εἰς τὸν ἀρθρογράφον καὶ εἰς τὴν φιλόξενον ἐφημερίδα.
Ἰδιαιτέρα χαρὰ προξενεῖ ἡ πολυτονικὴ γραφή.
Εὐχαριστῶ! Ἡ μνήμη εἶναι δύναμη καὶ θεμέλιο ἐλπίδας γιὰ τὸ μέλλον.
Εμπεριστατωμένα κατατοπιστικό.
Καταρτίζει με σαφήνεια περί του Θέματος,
στην επιτρεπτή έκταση ενός άρθρου.