Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Η Εκπαιδευτική διαδικασία όπως και η επιλογή της Παιδείας που θα “περάσει”, είναι η σοβαρότερη πολιτική πράξη, που δημιουργεί θαύματα αλλά και θύματα.
Οδός Αναπαύσεως. Με ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη. Ανάπαυση: διακοπή έργου, ξεκούραση αλλά και… αποδημία σε άλλη διάσταση. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας υπάρχει ως οδός αυτού του τελευταίου προορισμού. Στη δικιά μας, του τελευταίου αλλά και του… πρώτου.
Το μικρό κτήριο απέναντι από το Κοιμητήριο προοριζόταν για να στεγάσει τα γραφεία της Εκκλησίας στις παρυφές της πόλης με τα προσφυγικά κτήματα τριγύρω που αργότερα πουλήθηκαν ως οικόπεδα και διαμόρφωσαν την πολυπληθή συνοικία. Εκεί λοιπόν στεγάστηκε “προσωρινά” και το Δημοτικό Σχολείο της περιοχής. Κάποιοι από τότε σκιάζονταν με το αταίριαστο-λέει γειτόνεμα. Η μικροβιοφοβική μαμά μου -έξι χρόνια πάνω κάτω την οδό Αναπαύσεως- μου ‘χε αλλάξει χρώμα από το σαπούνισμα. Οι ευσεβείς πάλι προσκυνητές έφριτταν με τα τρεχαλητά μας στα διαλείμματα γύρω από τα μνήματα, καθώς καταφεύγαμε εκεί για να αποφύγουμε τις κάμπιες των πεύκων, αλλά και το μπούλινγκ -νταηλίκι- των μεγαλύτερων παιδιών, που ευδοκιμούσε και τότε στην αυλή του σχολείου. Αλλοτε πάλι, η απύθμενη παιδική περιέργεια αλλά και μια δόση τρομολαγνείας, που τροφοδοτούσαν τα μακάβρια ανέκδοτα και οι “φοβιστικές” ιστορίες των μεγάλων, μας έσπρωχναν να παρακολουθούμε τις κηδείες κρεμασμένοι στους τοίχους του σχολικού περιβόλου. Αποβλέπαμε βέβαια και στα περισσεύματα της μακαρίας που έφταναν στα, απλωμένα μέσα από τα κάγκελα της αυλόπορτας, χέρια μας.
Μισό αιώνα περίπου μετά το Δημοτικό Σχολείο εξακολουθεί να λειτουργεί στον ίδιο χώρο επιβεβαιώνοντας τη σοφή λαϊκή ρήση “ουδέν μονιμότερον του προσωρινού”. Τακτική που τόσο συνάδει με την πατροπαράδοτη ελληνική νοοτροπία…. Τόσα χρόνια μετά, ο ήχος από το λιβανιστήρι του ιερέα εξακολουθεί να μπερδεύεται με το σχολικό κουδούνι, τα “Κύριε ελέησον” με τις εντολές της γυμνάστριας, η λύπη με τη χαρά, τα γέλια με τα κλάματα.
Ανεβαίνοντας την οδό Αναπαύσεως ο μοναχικός διαβάτης αναπολεί το παρελθόν και μουρμουρίζει τα λόγια του Κωστή Παλαμά:
…Λιτά χτίστε τα, απλόχωρα,
μεγάλα, γερά θεμελιωμένα
απ’ της χώρας, ακάθαρτης,
πολύβουης, αρρωστιάρας, μακριά.
Μακριά λοιπόν τ’ ανήλιαγα σοκάκια,
τα σκολειά χτίστε.
Ξάφνου ανάκατες μελωδίες και στίχοι τον αποσπούν από τις σκέψεις του:
“….την οδόν διά της μετανοίας…”, “….χαρωπά τα δυό μου χέρια τα χτυπώ…”, “…το απολωλός πρόβατο εγώ ειμί….”, “…χαρωπά θε να γελάσω δυνατά, χα χα…”. Κοντοστέκεται εμβρόντητος και αναρωτιέται για τον προορισμό του: απ’ τ΄αυτί και στον… παπά ή απ’ τ’ αυτί και στο δάσκαλο;