Στο σημερινό μας σημείωμα για την αιγοπροβατοτροφία, συνεχίζουμε με τις προτάσεις για τα αδιέξοδα της σταβλισμένης κτηνοτροφίας, που παρουσίασε ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, κ. Γίτσας, την περασμένη εβδομάδα σε διημερίδα που οργάνωσε το κεντρικό όργανο των Ελλήνων κτηνοτρόφων.
Ο μεστός λόγος ανθρώπου που γνωρίζει τα προβλήματα ξεκινά από την άποψη ότι πρέπει να συνεργαστούν όλοι οι εμπλεκόμενοι, ώστε να μην κινδυνέψει ο τομέας σε πλήρη καταβαράθρωση.
Ετσι, δίκαια, δίνει βάρος τουλάχιστον στα προβλήματα της κτηνοτροφίας όπως:
α) ο νέος κανονισμός διαχείρισης των βοσκότοπων και
β) η αντιμετώπιση της μεγάλης ανόδου των ζωοτροφών που πλήττουν εκτροφές που δεν έχουν την δυνατότητα χρήσης βοσκότοπου και είναι κυρίως σταβλισμένες.
Βέβαια, στον τόπο μας, δεν γνωρίζω να έχουμε πλήρως σταβλισμένες εκμεταλλεύσεις και για τον λόγο αυτό θα δώσω μεγαλύτερη σημασία στους βοσκοτόπους, παρά το ότι, όσοι διαβάζουν τα σημειώματά μου, γνωρίζουν ότι αναφέρομαι τουλάχιστον 1 – 2 φορές στο μήνα, στις εξελίξεις των τιμών των βασικών πρώτων υλών ζωοτροφών.
Bοσκοτοποι
Στο προηγούμενο σημείωμά μας, είχαμε αναφέρει πλήρη στατιστικά στοιχεία για τους βοσκοτόπους στην Ελλάδα και συμπληρώνουμε σήμερα με το ότι αυτοί είναι πολυλειτουργικά, φυσικά οικοσυστήματα τα οποία προσφέρουν βοσκήσιμη ύλη, άγρια πανίδα, νερό, ξύλο, αναψυχή και περιβάλλον. Η κυρίαρχη και σπουδαιότερη δραστηριότητα των βοσκότοπων της χώρας μας είναι η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης για τα μηρυκαστικά μας ζώα.
Λόγω της έντονης ανάπτυξης του τομέα τα τελευταία χρόνια, όπως σημειώσαμε στο τελευταίο σημείωμά μας, ο κανονισμός αποδεικνύεται ξεπερασμένους και αναποτελεσματικός.
Για τους βοσκοτόπους, ο αντιπρόεδρος κ. Γίτσας, βάζει το δάχτυλο “επί τον τύπον των ήλων” και ουσιαστικά καταγγέλλει τη διάσταση απόψεων των συναρμόδιων υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, και όπως αναφέρει και η ΠΑΣΕΓΕΣ «τη διάσταση απόψεων δασολόγων-γεωπόνων την πληρώνει τελικά ο κτηνοτρόφος». που, για να μην πούμε τίποτα άλλο, οδηγούν σε “τυχαίες” πυρκαγιές, με οδυνηρά αποτελέσματα για τους τόπους όπου εκδηλώνονται τέτοια φαινόμενα. Στην ουσία υποχρεώνουν τους κτηνοτρόφους να παρανομούν, καίγοντας εκτάσεις για βοσκοτόπια.
Ταυτόχρονα, σε περιοχές που λόγω επιδοτήσεων συγκεντρώθηκε δυσανάλογος αριθμός ζώων ή τα ζώα αφέθηκαν στην τύχη τους και υπάρχει υπερβόσκηση, υπάρχουν συστήματα που μπορούν να εφαρμοστούν για την προστασία των οικοτόπων. Τα αποψιλωμένα πλέον βουνά στον τόπο μας, πρέπει να δώσουν τη θέση τους για την εφαρμογή δράσεων αναβάθμισης, προκειμένου να σταματήσουμε την υποβάθμιση των τόπων αυτών. Αλλά και η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αλλοίωσε τον κύριο στόχο της διαχείρισης των βοσκοτόπων που είναι η αύξηση της παραγωγικότητας καθώς πλέον το κύριο κριτήριο με το οποίο πραγματοποιείται η κατανομή των βοσκοτόπων είναι η καταβολή των επιδοτήσεων, υποστηρίζει ο αντιπρόεδρος του ΣΕΚ.
Στην ουσία, αυτό που κρίνεται είναι η τύχη των κτηνοτρόφων ορεινών και μειονεκτικών περιοχών για την άσκηση εκτατικής κτηνοτροφίας, δηλαδή εκτροφής ζώων ελευθέρας βοσκής. Πράγμα που χειροτερεύει αν σκεφτεί κανείς ότι οι γνώσεις μας για ότι αφορά την βοσκοϊκανότητα των βοσκοτόπων είναι μηδενικές, δεν υπάρχει επίσημο Μητρώο βοσκοτόπων και δεν υπάρχει διαδικασία σύμφωνα με την οποία ορίζονται τα τέλη βοσκής.
Είναι πλέον ανάγκη να δημιουργηθεί επίσημο μητρώο βοσκότοπων, με οριοθέτηση τους και προσδιορισμό της βοσκοϊκανότητάς τους, με θέσπιση κριτηρίων για την αξιοποίησή τους και σωστά διαχειριστικά μοντέλα για τις περιοχές Νatura.
Λυσεις στα αδιεξοδα του σταβλισμου
Περίπου 20 χιλιάδες εκτροφές αιγοπροβάτων δεν διαθέτουν βοσκότοπο και δεν είναι επιλέξιμες να ενισχυθούν μέσο των εκτάσεων των βοσκότοπων, αλλά και δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν τον φυσικό βοσκήσιμο πλούτο των βοσκότοπων της χώρας μας. Αν προσθέσει κανείς, το μικρό περιθώριο κέρδους του κτηνοτρόφου, οι καθηλωμένες η και μειωμένες τιμές των προϊόντων, και οι μεγάλες αυξήσεις ζωοτροφών των τελευταίων ετών ουσιαστικά ισοδυναμούν με τελειωτικό κτύπημα σε αυτήν την κατηγορία των κτηνοτρόφων. Και όπως υποστηρίζει, και μάλιστα σωστά, ο αντιπρόεδρος, «αν προσθέσουμε και τον άνισο ανταγωνισμό των εισαγόμενων προϊόντων, τότε γίνεται εύκολα κατανοητό πως μετατραπήκαμε από χώρα αυτάρκη και ανταγωνιστική σε χώρα έντονα ελλειμματική και εισαγωγική»!
Η παραγωγή ΦΕΤΑΣ και άλλων τυριών ,η τροφοδοσία της αγοράς με φρέσκο αγελαδινό γάλα και γιαούρτι, κινδυνεύουν και όλα αυτά διότι ακολουθούμε ακόμη ένα σύστημα εκτροφής που σχεδιάστηκε μεταξύ του 1960 με 1970, και που σήμερα είναι ξεπερασμένο, αναποτελεσματικό και παράγει προϊόντα απόλυτα μη ανταγωνιστικά.
Και ένα πρώτο συμπέρασμα από τα ανωτέρω είναι ότι για να σωθεί η κτηνοτροφία πρέπει, απλά, να την μετατρέψουμε από σταβλισμένη και εντατική , σε σταβλισμένη με χρήση αγροτικής γης για οργανωμένη βόσκηση αλλά και την καλλιέργεια μεγαλυτέρων ποσοτήτων χονδροειδών, κυρίως ψυχανθών, με την μορφή ενσιρωμάτων.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο κ. Γίτσα, είναι λίγοι οι κτηνοτρόφοι που μπορούν να συγκεντρώσουν την απαιτουμένη γη, γι’ αυτό, η λύση μπορεί να δοθεί αν ιδρυθεί ένα όργανο όπως τα Τ.Ο.Ε.Β., μη κερδοσκοπικός και με ανταποδοτικά οφέλη προς τα μέλη του. Μάλιστα, αν κρίνει κανείς ότι συντριπτικά ποσοστά ανήκουν σε μην αγρότες, ίσως θα πρέπει να ιδωθεί με θετικό μάτι η πρόταση του ΣΕΚ για θέσπιση κριτηρίων και να ενθαρρυνθεί ο ιδιοκτήτης γης δίδοντας του ένα φορολογικό κίνητρο αν προτιμήσει να δώσει την γη του για κτηνοτροφική χρήση.
Αυτή να μετατραπεί σε τεχνητό λιβάδι, η σπορά του οποίου να γίνει με σπόρους ψυχανθών, αγρωστωδών και αρωματικών φυτών.
Να δημιουργηθεί βοσκή, η όποια να είναι απόλυτα ισορροπημένη τροφή χονδροειδών, για να αντικαταστήσει μεγάλο μέρος των συμπυκνωμένων και μέρος της αποξηραμένης μηδικής.
Το υπόλοιπο της έκτασης να καλλιεργείται με το σύστημα της αμειψισποράς κτηνοτροφικά φυτά για αντικατάσταση της σόγιας και άλλα ενσιρώματα το κόστος των οποίων στο ολικό σιτηρέσιο των ζώων είναι πολύ χαμηλότερο από τις χρησιμοποιούμενες πρακτικές.
Μένει να δούμε αν και στα δικά μας μέρη είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη η λύση που προτείνεται, διότι υπάρχει έντονη ανάγκη να μειωθεί το κόστος διατροφής που ανέρχεται σε 60 – 80% του συνολικού κόστους.
Αλλά μια λύση θα οδηγούσε και σε πρόσθετα πλεονεκτήματα, όπως η ευζωία των ζώων, η αύξηση παραγωγικότητας τους, η αύξηση της παραγωγικής τους ζωής (σήμερα είναι μόνο 2,6), η ενίσχυση της καλλιεργούμενης γης, ποιοτικότερα προϊόντα, χρήση μικρότερου μηχανολογικού εξοπλισμού, λιγότεροι αποθηκευτικοί χώροι, δυνατότητα παραγωγής ΠΟΠ προϊόντων και άλλα.
Και καταλήγει στην έκθεση των απόψεών του ο κ. Γίτσας, λέγοντας ότι «η ανθρώπινη διατροφική αλυσίδα, η οποία συνδέει ένα σύνολο δραστηριοτήτων του κτηνοτροφικού τομέα με τους καταναλωτές πρέπει να είναι βιώσιμη και οι μέθοδοι εκτροφής θα πρέπει να οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα». Πιστεύουμε ότι τα δικά μας συμπεράσματα περιττεύουν!