Θρήνος καημός και κλάματα αίμα πολύ και σφαίρες/ θυμίζουνε σε όλους μας, τ’ Αυγούστου πρώτες μέρες./ Αρχάγγελος εξ’ ουρανού κατέβηκε στην Κρήτη,/ μαζί του πήρε τις ψυχές που ‘πέσαν στον Κερίτη./ Σε δρόμο ανθοστόλιστο στον ουρανό τις πάει,/ στον Πρωτοστάτη Άγγελο, αυτός να τις φυλάει./ Γιατί αντισταθήκανε κατά της τυραννίας/ και έδωσαν παράδειγμα υπέρ ελευθερίας./ Πρώτη τ’ Αυγούστου το πρωί και πριν καλά φωτίσει/ έφοδο κάνουν στα χωριά, την είχαν μελετήσει./ Αποβραδίς εις τα χωριά στείλανε στρατιώτες/ και κάμουν την επίθεση ώρες πρωί τις πρώτες./ Το σύνθημα εδόθηκε με μια φωτοβολίδα,/ καλοστημένη είχανε οι Γερμανοί παγίδα./ Οι Γερμανοί εις τα χωριά το σύνθημα γνωρίζαν/ και όσους άνδρες έβρισκαν, όλους αιχμαλωτίζαν./ Και όσοι προσπαθήσανε τρέχοντας να ξεφύγουν/ ελάχιστοι κατάφεραν τις σφαίρες ν’ αποφύγουν./ Είναι αρκετοί και ξεπερνούν τον αριθμό πενήντα/ όπου κι αν εκρυβότανε τους έβρισκε το βλήμα./ Μελετημένη έφοδο είχε αυτός ο Μίλερ/ εκπρόσωπος των Γερμανών και έμπιστος των Χίτλερ./ Ύπουλα την επίθεση την είχε σχεδιάσει,/ ίσως περίμενε βαθμό, φοβόταν μη τον χάσει./ Καλός φαινόταν στην αρχή για να τους ξεγελάσει/ και ύστερα με την έφοδο αργότερα να πιάσει./ Τους άνδρες εμαζέψανε, από τα γυροχώρια/ στ’ Αλικιανού τους στέλνανε, εκεί στην ανηφόρα.
/ Στ’ Αλικιανού εις τις ελιές, προς του Σκινέ το δρόμο/ εκεί εσυναντούσανε τον άδικο το νόμο./ Εκεί μέσα στα λιόφυτα όλους τους συγκεντρώσαν/ και τους ανακρίνανε, με την δική τους γλώσσα./ Ο Μίλερ του ανέκρινε αυτός ο ταγματάρχης/ αυτός ήταν ο δικαστής περιοχής τοπάρχης./ Ερώτηση ήταν απλή, απάντηση ήθελε να ‘χει/ πού ήσουν, πόσους σκότωσες, Γερμανούς εσύ στη μάχη;/ Γρήγορα τους ανέκριναν απόφαση εβγάζαν/ στ’ απόσπασμα τους στέλνανε και άλλους ετοιμάζαν./ Απάνθρωπα δικάζετε, αθώοι είναι όλοι,/ δεν έχετε εσείς καρδιά, είσαστε αγριανθρώποι./ Είπε αυτά και άλλα πολλά, ο παππάς ο Κουκουράκης,/ υπεστήριξε τσ’ αιχμάλωτους ως έπρεπε να πράξει./ Εις τον Κερίτη ποταμό προς του Φουρνέ το δρόμο,/ εκεί εσυναντούσανε φρίκη, καημό και πόνο./ Και τους πυροβολούσανε και πέφτανε στην κοίτη/ αφού πρώτα τους στήνανε στην άκρη του Κερίτη./ Λάκκους μεγάλους άνοιξαν στου ποταμού την άμμο/ και τους πυροβολούσανε από τον δρόμο πάνω./ Όλα τα ζώα και πουλιά όλα εξαφανιστήκαν/ από τις ριπές που άκουγαν μακριά πήγαν κρυφτήκαν./ Αγγαρεία χωρικούς έβαλαν να σκεπάσουν/ τα πτώματα στον ποταμό κι ύστερα να σχολάσουν./ Κι ο πατέρας θάβει γιο και ο γιος θάβει πατέρα,/ φίλος δικός ή συγγενής έχει σειρά πιο πέρα./ Σκληρά παιχνίδια, παίζει τα, η μοίρα πότε – πότε,/ ήτανε η σκληρότερη, μακάβρια νύχτα τότε!!!/ Νύχτα βαθιά ετέλειωσαν την άχαρη δουλειά τους/ είχαν ατσάλινη καρδιά, βαριά τα βήματά τους…/ Εκατό δέκα και οκτώ είναι τα θύματα όλα/ και βρίσκονταν θαμμένα κει, περίπου, δέκα χρόνια./ Ο Ευπατρίδης Σκινιανός, Αμερική εζούσε/ καλό μνημείο έφτιαξε τον τόπο αγαπούσε.
/ Αλυγιζάκης ο Μαθιός φτιάχνει το μαυσωλείο,/ πράξη πολύ επαινετική, ευνοϊκή σχολίων./ Αυτόν τον άξιο δωρητή όλη η επαρχία,/ θερμοευχαριστεί για την ευεργεσία./ Αυτές τις πράξεις ο Θεός, από ψηλά τις βλέπει/ πλουσίως ανταμείβει της, όταν και όπως πρέπει./ Στον χώρο αυτόν τον ήσυχο τα οστά μεταφερθήκαν/ και αιωνία ανάπαυση εκεί μέσα εβρήκαν./ Κάθε χωριό ξεχωριστά ονόματα γραμμένα/ αντίθετα στον κατακτητή, αδικοσκοτωμένα./ Πόσα και ποιά ονόματα κάθε χωριό έχει χάσει/ γραμμένα υπάρχουν εκεί αν πας, θα τα διαβάσεις./ Και όποιος περάσει ευλαβικά να κάνει το σταυρό του/ και να προσεύχεται γι’ αυτούς που βρήκαν εμπρός του./ Γιατί έδωσαν το αίμα τους για την ελευθερίας/ μ’ αυτό τον τρόπο πέρασαν κι αυτοί στην ιστορία./ Και αλλού εγίναν συμφορές με ημερομηνία άλλη,/ μα στον Κερίτη ποταμό ήταν η πιο μεγάλη./ Στην μνήμη σας ανάβουνε χρυσά θυμιατήρια,/ για σας υμνούν τα χείλη μας, χίλια ευχαριστήρια./ Ύμνους λουλούδια στέλνουνε και αιωνία μνήμη,/ ο τρόπος της θυσίας σας αξέχαστος θα μείνει.
Παπαλιονάκης Αντώνης