Μιά χώρα:
Αν το λάδι που χρειάζεται βαριέται να το βγάνει,
και που το καθισιό αγαπά αντί δουλειά να κάνει,
απού ψωμί τρώει πολύ δίχως καρπό να σπείρει,
και το κρασάκι πίνει ντο, μ’ απ’ αλλουνού ποτήρι,
που αργαλειό ξεστέλειωσε κι έπαψε να υφαίνει,
πανί απού την έντυνε απ’ άλλους ανημένει,
που ο Θεός τση χάρισε χωράφια να γεμίσει,
τσι αποθήκες μ’ αγαθά τσ’ αθρώπους τση να ζήσει,
κι εκείνη τα παραίτησε χέρισα να γενούνε,
κι αυτούς που κατοικούν εκεί ούλοι να δυστυχούνε,
τότε τσι πρέπουν κλάματα. Κατάμαυρο φουστάνι.
Γιατί έτσα που τα ‘καμε, τρέχει χωρίς να φτάνει.
Μεγάλη ευθύνη φέρουνε κι όσοι την κατοικούνε,
αφού δε διάλεξαν σωστούς για να την κυβερνούνε.
Π’ αντί σωστά να κυβερνούν, το ‘ριξαν στη ρεμούλα,
και δεν αφήκαν πράμα ορθό, κάτω τα ρίξαν ούλα.
Επικαλούνται μίζερα, πως ούλ’ οι άλλοι φταίνε,
για ούλα τα προβλήματα, απού τον κόσμο καίνε.
Κι ο κόσμος, σε πλεούμενο, που έχασε τη ρότα,
βοράστρι ψάχνει βοηθό, να πλεύσει σαν και πρώτα.-