» Γεωργία Μιχαλαριά (εκδόσεις Γκοβόστη)
Το εξώφυλλο και ο τίτλος προετοιμάζουν τον αναγνώστη για είσοδο σε ένα περιβάλλον δυστοπικό. Τα ανθρωπόμορφα ζώα που προελαύνουν στηριζόμενα άπαντα σε δύο πόδια, αυτή η γραμμή ομοιόμορφης διαφορετικότητας, άνθρωποι με μάσκες ζώων να κρύβουν το πρόσωπό τους -ή μήπως μετασχηματισμένα υβρίδια κάποιας ευγονικής ιδεολογίας;- που κατευθύνονται προς το μέρος μας, εκκινώντας από το εκτροφείο θηραμάτων, δημιουργούν ένα αίσθημα ανασφάλειας, μια περιέργεια μπολιασμένη με φόβο.
Ένα δυστοπικό περιβάλλον δεν απαιτεί μεταχρονολόγηση. Ένα απλό διαμέρισμα, μια τετραμελής οικογένεια, κάπου στον πλανήτη μας αυτή τη στιγμή αποτελούν το πλέον δυστοπικό περιβάλλον. Η δυστοπία δεν αποτελεί αποκλειστικό πεδίο δράσης της επιστημονικής φαντασίας. Συχνά δε, η δυστοπία προκύπτει από την ρεαλιστική αποτύπωση του περιβάλλοντος χώρου και των συνθηκών που επικρατούν, τη δυστοπία μπορεί να την αντικρίσει κανείς γύρω του, να τη ζήσει στην καθημερινότητά του. Άλλωστε, αυτό που περισσότερο μας δυσκολεύει είναι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα, αυτό που αφυπνίζει τις καταχωνιασμένες αναμνήσεις και ξυπνάει τους παιδικούς μας φόβους. Αυτά, άλλωστε, ωθούν πολλούς στη γραφή, στη δημιουργία εν γένει.
Τα διηγήματα της Μιχαλαριά χαρακτηρίζονται από κάτι το ερμητικό, κάτι που νιώθεις πως απαιτεί ξεκλείδωμα, κάτι που ίσως, αν το παρατηρήσεις προσεκτικά, να εμφανιστεί ως εικόνα στερεοσκοπική, και έτσι η ιστορία να αποκτήσει εμβαδόν, πάνω στο οποίο θα αναγνωρίσεις σημεία ταύτισης. Οι διαθέσιμες πραγματολογικές πληροφορίες είναι ελάχιστες, αυτά που γνωρίζει ο αναγνώστης περιορίζονται στα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων, σε όσα επιθυμεί να αποκαλύψει ο παντογνώστης αφηγητής. Το διακύβευμα των διηγημάτων, ο θεματικός θα λέγαμε ιστός που τα ενώνει, είναι η επικοινωνία, ως αδυναμία, ως επιθυμία, ως έλλειμμα ή ως απωθημένο. Η απόπειρα να μιλήσει κανείς, παρουσία ή απουσία του δέκτη, να γίνει κατανοητός ή να διευκρινίσει, αλλά και η επικοινωνία ως αγώνας ρητορικής ή ως δημοσιογραφική έρευνα.
Το ύφος είναι ενιαίο και ευδιάκριτο σε όλα τα διηγήματα της συλλογής. Λόγος κοφτός, υπαινικτικός, με ένταση. Ανάμεσα στα διηγήματα με τριτοπρόπωπη αφήγηση υπάρχουν δύο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και με απεύθυνση στο εσύ. Και αν στα πρώτα είναι ο παντογνώστης αφηγητής εκείνος που εντείνει το κλίμα μυστηρίου, η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση εμπλέκει τον αναγνώστη, τον τοποθετεί στην καρέκλα του δέκτη, τον κάνει να νιώθει εκείνος που χάθηκε, εκείνος που έλαβε την επιστολή για την οικειότητα. Αυτά τα δύο διηγήματα (Η γάτα σου, Επιστολή για την οικειότητα) αν και φαινομενικά παράταιρα αφηγηματικά, είναι τελικά εκείνα που δένουν τη συλλογή αυτή, αποτελούν κατά κάποιον τρόπο αναγνωστικές πύλες εισόδου για τον αναγνώστη, λειτουργούν όπως ένα τζάμι σε ένα εγκαταλελειμμένο από καιρό σπίτι, πάνω στο οποίο αντανακλάται η μορφή μας, και έτσι, από μια διάθεση περιέργειας, ίσως και λίγο ναρκισσιστικού χαρακτήρα, πλησιάζουμε ολοένα και πιο κοντά, πατώντας πάνω σε μπάζα και, παραμερίζοντας ιστούς αράχνης, φτιάχνουμε με τα χέρια ένα σκίαστρο που θα μας επιτρέψει να εξερευνήσουμε, αρχικά οπτικά, το εσωτερικό του. Είναι ο τρόπος ενός άδειου σπιτιού που μας φωνάζει κοντά του.
Στην Επιστολή για την οικειότητα, η Μιχαλαριά αναφέρεται στην απαραίτητη παραβίαση που προηγείται της οικειότητας, συνοψίζει το σύγχρονο δίλημμα ως επιλογή ανάμεσα στην οικειότητα ή τη νίκη. Η οικειότητα έχει ρίσκο, αν όμως δεν υπάρξει παραβίαση, “θα κολυμπούσαμε αιώνια σε πελάγη ευπρέπειας και προκάτ κανονικότητας”. Ανάμεσα στα διηγήματα, και ένα διήγημα ποιητικής (Το χειρόγραφο), στο οποίο ο συγγραφέας-ήρωας συναντά κάποιον που έχει γράψει μία, κατά εκείνον τουλάχιστον, σπουδαία ιστορία που αξίζει να εκδοθεί. Ο συγγραφέας επιζητά συχνά τέτοιες συναντήσεις, είναι άνθρωπος του λογοτεχνικού σιναφιού και ξέρει πώς λειτουργούν τα πράγματα, πώς γράφονται τα βιβλία. Ποτέ δεν χάνει κανείς που ακούει κάποιον να του λέει την ιδέα του. Ενδιαφέρον και πικρό, αληθινό.
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά, συνειδητοποίησα κάποια στιγμή πως αδυνατούσα να δω εικόνες, και αυτό σίγουρα ενίσχυε τον κρυπτικό τους χαρακτήρα, ένα πέπλο έμοιαζε να τα καλύπτει. Επιχειρώντας, λοιπόν, να εικονοποιήσω κάποιες από τις ιστορίες, επιχειρώντας να δώσω μορφή και σχήμα σε ανθρώπους και μέρη, συνέβη το εξής ενδιαφέρον: οι εικόνες που σχηματίζονταν σχετίζονταν είτε με περιστατικά βίας των τελευταίων μηνών, είτε με προσωπικά βιώματα περιόδων έντασης. Και είναι ενδιαφέρον αυτό γιατί αποτέλεσε μια δεύτερη, στοχευμένη, κατά μία έννοια, ανάγνωση, η οποία δεν είχε την αναμενόμενη εκλογίκευση, αλλά αντίθετα, ενέτεινε τη συναισθηματική εμπλοκή της πρώτης ανάγνωσης, προσθέτοντας το προσωπικό βίωμα στην αναγνωστική εξίσωση. Τα διηγήματα της συλλογής λειτουργούν ως ένα οργανικό σύνολο με συνοχή, είναι δηλαδή κατανοητό γιατί αποτελούν μέρος της ίδιας συλλογής, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει συχνά δυστυχώς, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν αδιάφορες συλλογές διηγημάτων. Και δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από την αδιαφορία.