Γέννηση.
Στάθηκες στα πόδια σου.
Περπάτησες δειλά.
Το πατρικό σου χώμα
Μ’ ασύγχρονες
Ταχύτητες
Χάραξες.
Ανέβηκες.
Κατέβηκες.
Κουράστηκες.
Πολύ.
Αναπαύτηκες.
Λίγο.
Χάθηκες
Σε ξένα μονοπάτια.
Συνάντησες
Σειρήνες
Που δεν είχαν φωνή.
Κοιμήθηκες
Μ’ αερικά
Που σε καληνυχτίζανε
Με παραμύθια σάπια.
Συνομίλησες
Με ποιητές
Πίνοντας
Κούπες με θολό κρασί.
Σου ευχήθηκαν
Να είναι
Η στράτα σου
Μακρινή.
Μ’ Αλήθεια.
Μ’ Εμπειρία
Με Γνώση.
Λοξοδρόμησες.
Βρέθηκες
Μπροστά
Σε μια ευθεία
Που τέλος
Δεν έχει.
Αρχίζεις
Να θυμάσαι
Τα λόγια
Των ποιητών.
¨ Τ’ εύκολο
Το πόθησαν πολλοί¨.
Στον ίσιο δρόμο
Στήθηκαν εμπόδια
Από γίγαντες
Που δεν μπορείς
Να δεις.
Θυμήθηκες
Πως
Στον παράδρομο
Βρίσκεται
Η Αλήθεια.
Επιλέγεις
Να περπατήσεις
Σε στενάκια σκοτεινά
Για να συναντηθείς
Με το Φως.
Σε κάθε
Στροφή
Η ιστορία
Ήταν
Διαφορετική.
Τα χρόνια
Σ’ οδήγησαν
Στ’ Εδώ.
Στο Τώρα.
Με κορμί
Γεμάτο
Αφήνεσαι
Στο χάδι
Της ακροθαλασσιάς.
Η αλμύρα
Σου φιλάει
Απαλά
Το στόμα.
Η Ψυχή
Ζεσταίνεται
Με την Χρυσή
Ακτίνα
Του Βορρά.
Ανασαίνεις.
Συμπεραίνεις.
Η Ελευθερία
Έχει γεύση
Αλμυρή.