Τρίτη, 19 Νοεμβρίου, 2024

Ελα, έχω φτιά να ζεσταθείς

Ήταν μια χειμωνιάτικη άγρια βραδιά του Γενάρη, οι νιφάδες του χιονιού, που έμοιαζαν σαν φύλλα από λευκά τριαντάφυλλα, έπεφταν ασταμάτητα, σκεπάζοντας κάθε γωνιά της πολιτείας, ενώ ο κρύος βοριάς έσκουζε, θα έλεγε κανείς, σαν διψασμένος βρικόλακας που είχε δραπετεύσει από τα έγκατα της κόλασης, αναζητώντας αίμα να κορέσει την δίψα του.

Ελάχιστοι άνθρωποι διέσχιζαν εκείνη την ώρα τους δρόμους και τα στενά σοκάκια της πολιτείας, όλοι βιαστικοί, προφυλάσσοντας το κεφάλι τους ή κρατώντας ομπρέλα ή έχοντας σηκωμένους τους γιακάδες των παλτών τους κρύβοντας ολόκληρο σχεδόν το πρόσωπό τους. Οι ηλεκτρικές λάμπες, κρεμασμένες στις τσιμεντένιες ή στις ξύλινες κολώνες, έμοιαζαν – θα έλεγε ο ποιητής – σαν τα χρυσοκέντητα κολιέ ή σαν τα διαμαντένια βραχιόλια παλιάς αρχόντισσας, κρεμασμένα στον άσπρο σαν τον κρίνο λαιμό της και τα λεπτά δάκτυλα των λευκών σαν το χιόνι χεριών της.
Εκείνος ρακένδυτος, με κουρελιασμένα ρούχα ντυμένο το ισχνό από την πείνα κορμί του, αξύριστος, λερός, περιπλανιότανε στους δρόμους της πολιτείας με σχισμένα υποδήματα στα πόδια του. Έμοιαζε σαν εγκαταλελειμμένος ζητιάνος ψάχνοντας να βρει κάποιο απάνεμο γιαπί ν’ απαγκιάσει και να περάσει εκείνη την άγρια χειμωνιάτικη νύχτα. Μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο, συχνά έφερνε το μυαλό του τις στιγμές που μιαν άλλη παρόμοια βραδιά τον είχε ξεβράσει το κύμα της θάλασσας σ’ ένα απάνεμο έρημο λιμάνι, ναυαγό. Ο δόλιος, μη μπορώντας να ζήσει άλλο στη μακρινή πατρίδα του που αλληλοσπαράζονταν οι ομοεθνείς του, αποφάσισε να πάρει το δρόμο του υγρού μονοπατιού, αναζητώντας την τύχη του σε μιαν άλλη χώρα μαζί με αρκετούς άλλους απελπισμένους, να βρουν την τύχη τους, αρχίζοντας μια καλύτερη ζωή. Το φως της ελπίδας για ένα καινούργιο ξεκίνημα, του έδινε κουράγιο να παλέψει με όλες τις δυνάμεις της πονεμένης ψυχής του, πλάθοντας συγχρόνως μύρια όνειρα κι ας ένιωθε να του τρυπάνε την καρδιά σαν πυρωμένα βέλη οι βλοσυρές και περιφρονητικές ματιές πολλών συνανθρώπων του.
Απόστασε… Ο δρόμος έως ότου να φθάσει στην απόμερη γωνίτσα του, που είχε ονομάσει σπίτι του, σε κάποιο εγκαταλελειμμένο γιαπί, ήταν αρκετά ακόμα μακρύς. Ο αέρας, το χιόνι και το πολύ κρύο, τον εμπόδιζαν να περπατήσει γρηγορότερα, ενώ η πείνα έκανε το στομάχι του να γρυλλίζει σαν την ανέμη πηγαδιού ανεβάζοντάς την ο νοικοκύρης της στην επιφάνεια από τα έγκατα της γης. Διάλεξε να σταματήσει λίγο να ξεκουραστεί στο χιλιοτρυπημένο υπόστεγο μιας στάσης του λεωφορείου κι ας ένιωθε ότι οι στάλες του νερού από το λιώσιμο του χιονιού του βίτσιζαν το πρόσωπο.
«Κουράγιο…» έλεγε μόνος του, «… θα κόψει ο καιρός και θα φθάσω. Δεν πρέπει να απελπιστώ… Θα έρθουν καλύτερες μέρες… Θα λιώσουν τα χιόνια, θα περάσει ο άγριος χειμώνας και θα έρθει η ζωοδότρα άνοιξη, θ’ ανοίξουν οι δουλειές και θα δω κι εγώ μιαν όμορφη, ζεστή μέρα!»
Μα, να! Στην απέναντι μεριά κείνης της απόμερης στράτας, η θολωμένη ματιά του έπεσε ξαφνικά πάνω σε μια κόκκινη μικρή λάμπα, που τ’ αχνό φως της μόλις και με τα βίας διακρινότανε στην πυκνή ομίχλη που τώρα είχε γύρω του απλωθεί. Άνοιξε τα μάτια του όσο διάπλατα μπορούσε και διέκρινε μια γυναικεία μορφή ν’ ανοίγει την πόρτα που ακριβώς από πάνω της ήταν η κόκκινη λάμπα, κοίταξε βιαστικά γύρω της και την επόμενη στιγμή γύρισε την πλάτη της να εισέλθει στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν πρόλαβε όμως κι ένα μικρό σκυλάκι, δρέποντας την ευκαιρία της ανοιχτής πόρτας, με μια αστραπιαία κίνηση, πετάγεται έξω γαυγίζοντας και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, κουνώντας την ουρά του ρυθμικά και χαριτωμένα. Αμέσως η κυρία φωνάζοντας σιγανά το όνομά του το παίρνει στο κατόπι και άθελά της βρέθηκε πολύ κοντά στον άγνωστο εκείνο άνδρα. Μόλις τον αντίκρισε τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κοιτώντας τον με απίστευτη καλοσύνη, ενώ ο σκύλος της τον πλησίασε πολύ περισσότερο κι άρχισε να γλύφει τα ξυλιασμένα από το πολύ κρύο, γυμνά χέρια του.
«Μη φοβάσαι κυρία μου» είπε, «Μήτε κλέφτης είμαι, μήτε ναρκομανής είμαι» και συνέχισε, κοιτώντας την αυτή τη φορά κατάματα, μη μπορώντας όμως να διακρίνει τα μάτια της κάτω από το αχνό φως της μικρής λάμπας που κρεμότανε στην δεξιά άκρη της στάσης του λεωφορείου.
«Πρόσφυγας είμαι κυρία μου, και περιπλανώμενος στους δρόμους της πολιτείας απόστασα και σταμάτησα λίγο στην φιλόξενη τούτη γωνιά να ξεκουραστώ» και συνέχισε να μιλάει, ενώ η άγνωστη εκείνη καλοντυμένη κυρία δεν έλεγε να φύγει, λες και την κρατούσαν τα λόγια του σαν μαγνήτης κοντά του, απλώνοντας αυτή τη φορά το χέρι της και χαϊδεύοντας την πλούσια όμως λερή και μουσκεμένη από τις νιφάδες του χιονιού κόμη του.
Τέλος, με πολύ δυσκολία και μέσα από αναφιλητά, άνοιξε τα χείλη της και του είπε με φωνή πολύ σιγανή:
«Είμαστε θύματα και οι δυο, γλυκέ μου άνθρωπε, της σκληρής κι άπονης κοινωνίας που ζούμε! Τον ίδιο πόνο κουβαλάμε μέσα στην πονεμένη ψυχή μας…» και τραβώντας το χέρι του λέει με απίστευτη τρυφερότητα:
«Έλα, σήκω επάνω. Πάμε στο σπίτι μου ξένε κι έχω φωτιά να ζεσταθείς…» ενώ το σκυλάκι της στριφογύριζε ασταμάτητα γύρω τους κουνώντας ρυθμικά την φουντωτή ουρά του.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα