Τι θυμάσαι τη Ροδούλα; Ξαδέρφη εξ αγχιστείας δεύτερη ή τρίτη κάτι τέτοιο που επιμένει πως είμαστε πρώτα γιατί αν ο μπαμπάς της ήταν πιο έξυπνος θα παντρευόταν την αδερφή της μάνας μου κι αυτό το θεωρεί δεδομένο. Αυτό όμως δε μας ενδιαφέρει.
Ούτε ότι πενήντα χρόνια στην Αμερική, κατάφερε να ξαποστείλει το φουκαρά το Σωτήρη της κι απόμεινε πλουσιομικροχήρα. Κι αλωνίζει. Έτσι, άσκοπα. Ακόμα ένα ρεκόρ πάει να σπάσει. Όλα αυτά τα χρόνια «στο Μπόστον» κατάφερε να ξεχάσει τα Ελληνικά, και να μη μάθει τα Αγγλικά. Συνεννοείται όμως θαυμάσια. Εσπεράντο, παντομίμα, και ελληνοποιημένα Αγγλικά. Ας πούμε το νοσοκομείο το λέει «σπιτάλι» (από hospital) τη γέφυρα μπρίγκι (από bridge), κι άλλα τέτοια. Αν όμως σου πετάξει ένα nice house (ωραίο σπίτι) και το αμίμητο anyway έχει τέτοια προφορά, που βάζεις στοίχημα πως είναι γνήσια Μεξικάνα, ή έστω Κινέζα. Άλλη λέξη δεν ξέρει. Μα είπαμε και τα Ελληνικά της, άστα να πάνε. Μια μέρα ήθελε να πει Παρασκευή, και με ρώτησε:
– Πώς τη λένε ρε ξάδερφε το Φράιντέι;
Τούτη που λες, έκανε μια κοπελιά που μεγάλωσε χωρίς ναι και όχι, δίχως συμβουλές και νουθετήσεις, με όλα τα δώρα που ήθελε, φαγητά ετοιματζίδικα, μπόλικα, να πετάει τα μισά, ηθικά διδάγματα άγνωστα, (θα τα μάθει στο σκολειό, έλεγε) λεφτά της έδινε για χαρτζιλίκι λιγοστά μα σα γρίνιαζε, προκειμένου να την ξεφορτωθεί της γέμιζε τη χούφτα παράδες, ησύχαζε η μικρή. Κι αυτή ελεύθερη πήγαινε εκδρομές, έκανε γλέντια, αγόραζε ρούχα πανάκριβα, μέχρι και σπίτι καινούργιο αγόρασε σε πλουσιογειτονιά, με δανεικά όμως λεφτά γιατί ο κουμπαράς κόντευε να αδειάσει.
– Πρέπει η κόρη μου, έλεγε, να είναι σε νάις (ωραίο) κύκλο ανθρώπων.
Μέχρι και στο καζίνο πάγαινε.
– Κέρδισα εκατό τάλιρα (από dollars) ξάδερφε, θα ξαναπάω.
Και πήγαινε κάθε βράδυ να κερδίσει μα το μόνο που κατάφερε ήταν να χάσει τα εκατό, να παίζει με δανεικά, να κάνει μικροκομπίνες, πήγαινε και με κανένα πλούσιο με χίλια δολάρια τη βραδιά, για τα προς το ζειν, καλά περνούσε.
Κι επειδής η κόρη της μεγάλωσε κάμποσο και μας βγήκε πιο μυαλωμένη τη συμβούλευε, τη θεωρούσε ενοχλητική κι εμπόδιο στη ζωή της, την έστειλε να μένει μόνη της με κάτι ψίχουλα που της πέταγε στο μικρό σπιτάκι που με τίμιο ιδρώτα είχε αγοράσει ο συχωρεμένος ο Σωτήρης της, κι αυτή έμενε στο μοντέρνο σπίτι της. Όλα καλά κι άγια, περνούσε ζωή και κότα, έβαλε την κόρη της Ελευθερία να δουλεύει στο μαγαζάκι της γειτονιάς, μοιραζόταν το μεροκάματο της, παραπονιόταν κι από πάνω.
Μα έλα ντε που γέρασε η Ροδούλα και δεν την άκουγε κι οι δανειστές ζητούσανε ανταλλάγματα που δεν είχε; Πίεσε την κόρη της δεχόταν κι αυτή καμιά βίζιτα.
– Μη τα περιμένεις όλα απ’ τη μάδερ σου, της έλεγε.
Οπότε βολευόταν η Ροδούλα. Ζήταγε όμως συνέχεια απ’ την κόρη της, διαμαρτυρόταν αυτή, την πίεζε, καυγά στον καυγά, μέχρι που δεν άντεχε η κακομοίρα η Ελευθερία, επαναστάτησε, την ανάγκασε να γυρίσει η μάνα στο μικρό πατρικό σπιτάκι και να πάει αυτή στο καινούργιο, που με τίμια δουλειά κατάφερε να το ξεπληρώσει και να κάνει μια μετρημένη μα αξιοπρεπή ζωή με το παλικάρι που σύντομα βρήκε και παντρεύτηκε.
Κι η αδιόρθωτη Ροδούλα να μου παραπονιέται εν μέσω λυγμών.
= Μα βλέπεις βρε ξάδερφε το παλιόπαιδο; Με έβγαλε απ’ το δικό μου χάους και τώρα μένω στο παλιό. Κι ούτε λεφτά μου δίνει. Να φανταστείς μια μέρα μου είπε πως θα φωνάξει το πολιτσμάνο!
– Μα κι εσύ βρε Ροδούλα, σκόρπαγες πολλά .λεφτά.
– Έδινα και στο κορίτσι μου όποτε ήθελε. Κι όλα τα ξέχασε. Η αχάριστη. Από τον ασυγχώρητο το μπαμπά της έμοιασε, που έφυγε και μ’ άφησε με μονάχα ένα εκατομμύριο τάλιρα. Που να σου πάνε.
Χτυπιέται τώρα η Ροδούλα και ζητάει δανεικά, μα δεν της δίνει κανένας. Κι απόμεινε μόνη. Με τα κοράκια να πετάνε γύρω της.
Έλα ντε;
Μη μου πεις φίλε μου αναγνώστη ότι η ιστορία αυτή σου θυμίζει και τη σημερινή μας πολιτική κατάσταση;
Ιδέα σου.
*gkamvysellis@yahoo.gr