Για άλλη μία φορά γίναμε, δυστυχώς, στο ίδιο έργο θεατές, πράγμα σύνηθες στην Ελλάδα, καθώς απουσιάζει ο στρατηγικός σχεδιασμός από τους τομείς διοίκησης του κράτους σε όλα τα επίπεδα.
Τα προηγούμενα χρόνια, που η τιμή του ελαιολάδου ήταν σε ικανοποιητικά επίπεδα, σχεδόν κανείς δεν εξέφραζε ανησυχίες για τα προβλήματα και τα ελλείμματα που υπήρχαν, ούτε και φρόντισε να σχεδιάσει στοχευμένα, για την προστασία, την εξέλιξη και την ανάδειξη του εθνικού μας προϊόντος.
Με τη δακοκτονία να στηρίζεται σ’ ένα νόμο του 1950 και σε βασιλικό διάταγμα (!) ήταν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα το κακό θα γινόταν. Έτσι, φτάσαμε στην περυσινή ελαιοκομική σεζόν, η οποία ήταν μία από τις χειρότερες των τελευταίων 30 ετών. Ποσότητα, αλλά κυρίως τιμή και ποιότητα, φανέρωσαν τη γύμνια μας όσον αφορά την προστασία και την ανάδειξη του ελαιολάδου.
Αποτέλεσμα; Περίπου 140 εκατομμύρια ευρώ έχουν χαθεί για την οικονομία της Κρήτης από τους αγρότες και τους ελαιοτριβείς.
Με βάση όλα τα μέχρι στιγμής δεδομένα, πεποίθησή μου είναι ότι φέτος, εκτός όλων των άλλων, επικεντρωθήκαμε γενικότερα στην κακή ποιότητα του προϊόντος, χωρίς να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στην κακή τιμή των εξαιρετικά παρθένων ελαιολάδων.
Είναι αυτονόητο, αλλά και πιο επιτακτικό από ποτέ ίσως τα τελευταία χρόνια, να προσέξουμε ιδιαίτερα τη φετινή ελαιοκομική σεζόν αλλά και να θέσουμε ως στόχο στο τέλος του έτους να έχουμε καταλήξει αναφορικά με το πού θέλουμε να οδηγήσουμε το κρητικό – ελληνικό ελαιόλαδο τα επόμενα 10 χρόνια τουλάχιστον και σε τι θέση θέλουμε να φτάσει το προϊόν μας στη διεθνή αγορά.
Αν εξαιτίας του φόβου της περυσινής ζημιάς επικεντρωθούμε σε ανεξέλεγκτους ψεκασμούς, υπάρχει ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί το ελαιόλαδό μας και να καταστεί ακατάλληλο και επιβλαβές για κατανάλωση, αφού θα είναι μολυσμένο με φυτοφάρμακα.
Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε, χωρίς άλλη χρονοτριβή, μία εθνική στρατηγική, η οποία απουσιάζει, δυστυχώς, μέχρι στιγμής, με στόχο την προστασία του ελαιολάδου μας και την έξυπνη προώθησή του, προκειμένου να διαφοροποιηθούμε ποιοτικά από τον έντονο ανταγωνισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι νέες τεχνολογίες θα πρέπει να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιέργειας της ελιάς, μειώνοντας όσο το δυνατόν το ενεργειακό αποτύπωμα, αλλά και τη χρήση των φυτοφαρμάκων, ενώ, παράλληλα, θα πρέπει να εστιάσουμε στην εκπαίδευση των παραγωγών προκειμένου να αλλάξουν νοοτροπία και φιλοσοφία σε ό,τι αφορά την παραγωγή ελαιολάδου. Να πεισθούν, δηλαδή, ότι μόνο με επένδυση στην ποιότητα, χωρίς φυτοφάρμακα, και με χρήση των νέων τεχνολογιών, θα έχουμε μέλλον.
Όσο για τις «λογικές» που κατά καιρούς ακούω ότι «… εάν τα 30 εκατομμύρια τουρίστες που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Ελλάδα φάνε από μία κουταλιά λάδι τότε αυτομάτως το γεγονός αυτό θα δημιουργήσει αύξηση στην τιμή του προϊόντος αφού θα πολλαπλασιαστεί η κατανάλωση…», είναι τουλάχιστον «αστείες» και φανερώνουν ερασιτεχνική προσέγγιση, έλλειμμα σχεδιασμού και αδυναμία κατανόησης των λόγων για τους οποίους οι πολίτες, παγκοσμίως, επιλέγουν ή δεν επιλέγουν την κατανάλωση προϊόντων. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι αν το ελαιόλαδο δεν γίνει μέρος της ζωής τους, της καθημερινότητάς τους, της «κουλτούρας» τους, μέσω στοχευμένων δράσεων και πρωτοβουλιών που απαιτούν χρόνο, επιμονή και στρατηγική στόχευση, τότε αυτές οι «λογικές» θα παραμένουν εκτός πραγματικότητας.
Ολοκληρώνοντας, θέλω να τονίσω για ακόμα μια φορά πόσο αναγκαία είναι η εφαρμογή μίας εθνικής στρατηγικής για το ελαιόλαδο και ταυτόχρονα ο εκσυγχρονισμός της δακοκτονίας για να καταστεί σύγχρονη, ποιοτική και αποτελεσματική.
Οφείλουμε όλοι, Περιφέρεια, Δήμοι, Ομάδες Παραγωγών, Συνεταιρισμοί, ελαιοτριβείς και αγρότες να πιέσουμε την ηγεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προκειμένου να πάρει τις κατάλληλες, επιστημονικά τεκμηριωμένες, αποφάσεις για το μέλλον του προϊόντος, σε συνεργασία και με διαβούλευση με τους άμεσα εμπλεκόμενους.
Θεωρώ επίσης αναγκαίο ότι το Υπουργείο πρέπει να προχωρήσει σε κάποια μορφή αποζημίωσης στους πληγέντες, γιατί υπάρχει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα σε εκατοντάδες αγροτικές οικογένειες, οι οποίες αδυνατούν ήδη ν’ ανταποκριθούν στα βασικά.