Ο όρος ελαιοτουρισµός αναφέρθηκε στην Ισπανία για πρώτη φορά πριν 20 χρόνια περίπου, για να περιγράψει το σύνολο των ταξιδιωτικών εµπειριών που σχετίζονται µε την ελιά και το ελαιόλαδο.
Στην Ελλάδα τα πρώτα βήµατα έγιναν τη δεκαετία του 2000 και αφορούσαν την ελαιοσυγκοµιδή και την επίσκεψη σε ελαιουργεία για µια εµπειρία ζωής.
Ο ελαιοτουρισµός είναι µια µορφή πολιτιστικού και γαστρονοµικού τουρισµού που βασίζεται στο ενδιαφέρον του επισκέπτη να γνωρίσει την παραγωγική διαδικασία, να επισκεφθεί ελαιουργεία και µονάδες τυποποίησης ελαιόλαδου, να επισκεφθεί ελαιώνες µε υπεραινώβιες ελιές, να δει από κοντά τα γλυπτά κορµιά µε το σταχτί φλοιό, τα φυλλαράκια που ασηµίζουν µε το παραµικρό θρόισµα του ανέµου και τους καρπούς που γυαλίζουν σαν χάντρες ανάλογα µε τον βαθµό ωρίµασης.
Να επισκεφθεί µουσεία µε αντικείµενο την ελιά, να συµµετάσχει σε µαθήµατα µαγειρικής αλλά και σε ηδονιστικές γευσιγνωσίες του εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου από διαφορετικές ποικιλίες ελιάς. Ενα µεγάλο ποσοστό επισκεπτών που ενδιαφέρεται για τη γαστρονοµία της κρητικής – µεσογειακής διατροφής, ενδιαφέρεται να µάθει για το ελαιόλαδο που είναι το βασικό συστατικό της κρητικής κουζίνας -και όχι µόνο- καθώς το ελαιόλαδο χρησιµοποιείται ευρέως επίσης για την παρασκευή προϊόντων ευεξίας και οµορφιάς.
Από τα εκατοµµύρια που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Ελλάδα κάποιες χιλιάδες από αυτούς ενδιαφέρονται να µάθουν για την ελιά, να γνωρίσουν την παραγωγική διαδικασία, τον πολιτισµό της ελιάς, να δοκιµάσουν κάποια εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα, καθώς έχουν ενηµερωθεί από διάφορες πηγές για τη διατροφική αξία του, που είναι πλούσιο σε πολυφαινόλες και µονοακόρεστα λιπαρά, µε πληθώρα αντιοξειδωτικών, συστατικά που θωρακίζουν τον οργανισµό µας απέναντι σε διάφορες παθήσεις σύµφωνα µε την ιατρική κοινότητα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 100-120 ποικιλίες ελιάς, ενώ στην Κρήτη τρεις είναι οι επικρατέστερες ποικιλίες που τυποποιούνται· αυτές είναι η κορωνέικη, η τσουνάτη και η χονδρολιά, και σε πολύ µικρές ποσότητες τυποποιείται η αγριελιά. Η κάθε µια από αυτές τις ποικιλίες έχει τα δικά της γευστικά χαρακτηριστικά και αρώµατα. Μπορεί να συναντήσουµε αρώµατα οπως αµύγδαλο, µπανάνα, αγκινάρα, γρασίδι, φύλλα ντοµάτας, επίσης να είναι πικρό και πικάντικο, και όλα αυτά τα ηδονιστικά αρώµατα και γεύσεις να βρίσκονται σε πλήρη αρµόνια µεταξύ τους και να αναβαθµίζουν γευστικά ένα έδεσµα.
Για να υπάρξει αυτό το ποιοτικό γευστικό αποτέλεσµα, πρέπει να υπάρχει απόλυτη συνεργασία µεταξύ παραγωγού, ελαιουργού και τυποποιητή σχετικά µε την κατάλληλη περίοδο συγκοµιδής και τη διαχείριση του ελαιόκαρπου, µέχρι να φτάσει στο ελαιουργείο. Το ελαιουργείο να έχει τη δυνατότητα για την ελαιοποίηση των καρπών εντός 12 µε 24 ωρών και να εφαρµόζει όλες εκείνες τις καλές πρακτικές σωστής ελαιοποίησης όπως ορίζει η σύγχρονη επιστήµη, η νοµοθεσία και οι ανάγκες των αγορών. Στόχος θα πρέπει να είναι η παραγωγή ενός ποιοτικού και µε καλά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά ελαιόλαδου, το οποίο θα είναι παράλληλα και ασφαλές, χωρίς επιµολύνσεις.
Στην πλειονότητά τους, τα ελαιόλαδα που συνήθως χρησιµοποιούν ή διαθέτουν τα εστιατόρια, έχουν αλλοιωµένα χαρακτηριστικά λόγω χαµηλής ποιότητας ή κακών πρακτικών παραγωγής και αποθήκευσης, µε αποτέλεσµα να υποβαθµίζεται η γευστική αξία του εδέσµατος, καθώς µε τα κουσούρια που κουβαλάει, µειώνει τη γευστική του αξία και δυσφηµεί το εστιατόριο.
Γευσιγνωσίες µπορεί να γίνονται από έµπειρα και κατάλληλα εκπαιδευµένα στελέχη επιχειρήσεων, χρησιµοποιώντας πάντα τυποποιηµένο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και ειδικά µε βραβευµένα ελαιόλαδα σε µικρές αλλά και σε µεγαλύτερες οµάδες ενδιαφεροµένων. Οι γευσιγνωσίες µπορούν να πραγµατοποιούνται, µε σχετική προετοιµασία και εξοπλισµό, οπουδήποτε, όπως σε ελαιώνες, ελαιουργεία, σε εστιατόρια, σε ξενοδοχεία, σε καφέ, σε καταστήµατα πώλησης ποιοτικών προϊόντων ή ακόµα σε επαύλεις και σε γιοτ. Επιλέγοντας 3-4 τυποποιηµένα ελαιόλαδα και ένα µειονεκτικό ελαιόλαδο, οι συµµετέχοντες µπορούν και αντιλαµβάνονται εύκολα τις γευστικές διαφορές.
Οι γευσιγνωσίες µπορούν να πραγµατοποιούνται µε κάποιο αντίτιµο και να υπάρχει η δυνατότητα αγοράς των ετικετών ελαιόλαδου που δοκιµάζονται.
Άλλωστε στην Κρήτη είµαστε τυχεροί, επειδή υπάρχει φορέας εκπαίδευσης στελεχών στη γευσιγνωσία ελαιολάδου, µόνο η καλή διάθεση να υπάρχει.
Η Ελιά χτίζει διαχρονικό πολιτισµό!
Ευχαριστώ για τη συµβολή του τον κ. Μανώλη Καρµπαδάκη
Ελαιογνώστη – ∆οκιµαστή ελαιόλαδου.
*Ο κ. Γιάννης Αποστολάκης είναι πρόεδρος του ∆ικτύου Κρητικής Γαστρονοµίας.