Πριν από λίγο καιρό αποχαιρετήσαμε ένα ακόμη αυθεντικό πρόσωπο της Κρήτης που ξέραμε.
Tην Ελένη Μπομπολάκη και μαζί με αυτήν το “παλιό καφενείο της” στο Σέμπρωνα. Ένα τοπόσημο τόσο οικείο σε όσους επισκέπτονται τακτικά τις νότιες παραλίες των Χανίων. Η στάση στο Σέμπρωνα ήταν ένα είδος τελετουργικού, ένας φόρος τιμής στην Κρήτη που χάνει το παλιό πρόσωπό της. Ασφαλώς και στις πολλές, διάσπαρτες γειτονιές του Σέμπρωνα θα υπάρχουν και άλλες εξίσου σημαντικές φυσιογνωμίες, όμως το πρόσωπο του χωριού για τους πολλούς, γνωστούς και άγνωστους περαστικούς ήταν η Ελένη Μπομπολάκη. Όλη της η ζωή, από το 1958 που παντρεύτηκε στο Σέμπρωνα, εκτυλίχθηκε μέσα σε αυτό το καφενείο. Στην αρχή και μέχρι το 1984 το δούλευε μαζί με τον σύζυγό της Γιάννη Μπομπολάκη, τον σεμνό και έντιμο Κρητικό με την ανεξάντλητη γενναιoδωρία, και στη συνέχεια μόνη της. Ήταν η καντουνάδα του.
Έφυγε λοιπόν η κυρία Ελένη και δεν μπορεί κανείς ακόμη να το πιστέψει. Πού έβρισκε τόση ζωντάνια, τόση σβελτοσύνη, τόση ενέργεια για να κρατά ανοικτό το καφενείο της όλες τις ημέρες του χρόνου, να διευθύνει με πυγμή το σπιτικό της, να κάνει όλες τις αγροτικές εργασίες, να στέλνει πεσκέσια στα παιδιά της, να εξυπηρετεί τους χωριανούς της στην επικοινωνία τους με τον υπόλοιπο κόσμο και ταυτόχρονα να ενημερώνεται και να έχει άποψη και μάλιστα ισχυρή για ό,τι συμβαίνει γύρω της; Ακούραστη και μερακλίνα έδινε τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης με κέφι κι ένα ακατάβλητο, πνευματώδες χιούμορ, διανθισμένο με τα σπάνια πια ακούσματα της γνήσιας κρητικής γλώσσας. Πώς τα κατάφερνε όλα αυτά; Ήταν η παντοδύναμη μητέρα που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η ζωντάνια της θα στέρευε.
Η κυρία Ελένη φρόντιζε πάντα να έχει μαγειρεμένο κάτι παραπάνω για να προσφέρει στους περαστικούς που “μπορεί να πεινούνε”. Όσοι είχαν την τύχη να γευτούν από τα χέρια της τα υπέροχα γαρδουμάκια, το κοκκινιστό, το τσιγαριαστό και τους ντολμάδες της, δεν θα ξεχάσουν ποτέ τις ανόθευτες γεύσεις αλλά και το άγγιγμα της μαγείρισας που με πολύ απλό τρόπο δίνει νοστιμιά, αυτήν που με περίπλοκες συνταγές επιδιώκουμε σήμερα, και στο πιο ταπεινό φαγητό.
Η φιλοξενία ήταν ένας τρόπος του ζην γι’ αυτήν, τρόπος που μεταγγίστηκε και στα παιδιά της.
Γι’ αυτό και το καφενείο ήταν το κουκούλι της, δεν το αποχωρίστηκε παρά μόλις δύο μήνες πριν από το τέλος. Φαντάζομαι ότι και οι μόνιμοι θαμώνες θα νοιώθουν ότι έχασαν το σπίτι τους.
Κι εμείς, του καλοκαιριού οι εκδρομείς δεν θα παίρνουμε πια μια ανάσα απέριττης Κρήτης κάτω από τα πλατάνια του παλιού καφενείου του Σέμπρωνα, πριν φθάσουμε στις κοσμοπολίτικες σήμερα και εμπορευματοποιημένες παραλίες του νότου.
Η πόρτα δεν είναι πια ανοιχτή και μόνο η ταμπέλλα θυμίζει το “παλιό καφενείο” και την ψυχή του, την ωραία Ελένη Μπομπολάκη.
Ας ευχηθούμε να ξανανοίξει η πόρτα του από τους άξιους συνεχιστές της και να παραμείνει ζωντανή στη μνήμη όλων μας η κυρία Ελένη.