Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Για το σχολείο των παιδιών, αλλά και για το σχολείο των πουλιών ο λόγος στον σημερινό πρώτο Παιδότοπο της φετινής σχολικής χρονιάς. Να ‘ναι καλά η γνωστή στους αναγνώστες της στήλης καταξιωμένη ανά το πανελλήνιο καλή μου φίλη δασκάλα, ποιήτρια και συγγραφέας Ελένη Χωρεάνθη που μας “ξεναγεί” σ’ αυτά με τους στίχους της που τους έγραψε ειδικά για την στήλη. Και βέβαια η επίσης γνωστή εικονογράφος κόρη της η Βερίνα, που ανέλαβε τη διάνθισή τους.
Καλή σχολική χρονιά σε παιδιά και δασκάλους!
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
δάσκαλος – λογοτέχνης
Άνοιξαν φέτος, επιτέλους, τα σχολεία μας κάπου στην ώρα τους. Φαίνεται, πως ο εφιάλτης μάς εγκαταλείπει. Η ζωή μας αλλάζει, ο κόσμος ανάσανε. Και η σχολική ζωή θα βρει ξανά τον κανονικό της το ρυθμό. Δύο χρόνια τώρα γύρισαν τα πάνω κάτω στην, έτσι κι αλλιώς, τακτοποιημένη ζωή μας. Και με την ευλογία του Θεού και της Παναγίας, μπαίνει κάποια τάξη στην καθημερινή μας τη ζωή. Και είμαστε και πάλι εδώ όλοι μαζι:
Έχουμε χαρά μεγάλη…
Έχουμε χαρά μεγάλη,
τα σχολειά άνοιξαν πάλι!
Ξανά εδώ κι όλοι μαζί
– μόνος του κανείς δεν ζει.
Όλοι ήρθαμε κεφάτοι,
πρόσχαροι και ορεξάτοι
για ν’ αρχίσουμε δουλειά.
Τέλος πια η ανεμελιά.
Υγιείς, ξανανιωμένοι
κι όλους τώρα μας προσμένει
η δουλειά ν’ αρχίσει πάλι.
Έτοιμοι μικροί, μεγάλοι.
Τι χαρούμενα ματάκια
και πανέμορφα “πρωτάκια”
είναι χάρμα, γελαστά.
Σαν λουλούδια πλουμιστά.
Όλα λάμπουν στο σχολείο
Ω, Θεέ μου, μεγαλείο.
Μας προσμένουν στα θρανία,
τα καινούρια μας βιβλία.
Πάνε οι βόλτες, τα αστεία,
οι τρεχάλες στην πλατεία.
Τώρα πάμε στο σχολείο
έχε γεια, πλατεία, αντίο.
Από δω πάμε, παιδάκια,
ν’ ανεβούμε τα σκαλάκια.
Κοίτα, η γελαστή δασκάλα
περιμένει ορθή στη σκάλα.
Λέει ένα παιδί στο άλλο:
“Ποπό βάσανο μεγάλο!
Κοίτα κει σωρός βιβλία
πάνω κάτω στα θρανία…
Τρέχουν να προλάβουνε
– τι θα καταλάβουνε; –
Ο Θεός μονάχα ξέρει
το αύριο τι θα μας φέρει
Φέτος θα ’ναι μαζεμένα
όλα σαν ξεπερασμένα.
Λένε, κάποτε παλιά
σπούδαζαν και τα πουλιά
δίχως λάπτοπ, …πράματα
του καιρού τα θάματα
δίχως υπολογιστές
ούτε σάκες “γεμιστές”.
Και για να ’χουμε να λέμε
να γελάμε, και να κλαίμε
απ’ τα γέλια μας, παιδιά,
θα σας πω μια ιστορία
που έπλασε με φαντασία
ο λαός, με σημασία
και μας λέει – μοιάζει αστείο –
τα πουλιά έκαναν σχολείο.
“Το σχολείο των πουλιών”
Στα πολύ παλιά τα χρόνια,
τα πουλιά, τα χελιδόνια,
τα κοτσύφια, τα τρυγόνια,
όλα τα τρελά πουλιά
είπαν όλα μια βραδιά
να ιδρύσουνε σχολείο.
– μη σας φαίνεται γελοίο –
να πηγαίνουν τα πουλιά
άσπρα μαύρα παρδαλά,
να μαθαίνουν τα παιδιά
“γράμματα, σπουδάματα.
του Θεού τα πράματα”.
Όλα τα πτηνά στο δάσος
χειροκρότησαν με πάθος.
Και ένας Κότσυφας δεινός,
έξυπνος, καματερός,
μάζεψε τα νυχτοπούλια:
περδικόπουλα μικρούλια
κι έξυπνα κουκουβαγάκια
– τι χαρούμενα πουλάκια! –
κι ήρθαν όλα στο σχολείο
έπιασαν πρώτο θρανίο,
γράμματα πολλά να μάθουν,
τα παιγνίδια να ξεμάθουν.
Γρήγορα τα βρήκαν σκούρα.
Ουφ, τι δύσκολα, σκοτούρα!
Βαρεθήκαν το σχολείο,
το θρανίο και το βιβλίο.
Και ο κότσυφας μια μέρα,
ο δάσκαλός τους εκεί πέρα,
σκέφτηκε με το μυαλό του,
το κουτό και το λωλό του
να τ’ αφήσει τιμωρία
όλη μέρα στη “νηστεία”.
Μα δεν ήτανε αστεία
μία τέτοια τιμωρία
να αφήνουν νηστικά
στα υπόγεια τα παιδιά.
Το επέτρεπε κι ο νόμος
λες και ήταν τροχονόμος.
Έτσι το κουκουβαγάκι
μένουν με το περδικάκι
νηστικά και πεινασμένα
στο υπόγειο κλεισμένα.
Κι οι μανούλες οι φτωχές,
τι να κάνουν… Μοναχές
είπανε στα μουλωχτά
να τους πάνε φαγητά.
Λέει στην Πέρδικα η Γλαύκα:
“Μιας κι έχω πολλή δουλειά
πίσω με τη φαμελιά,
πας το φαγητό, καλή μου,
και στο νηστικό παιδί μου;”
“Ευχαρίστως, αλλά πώς
– δώσε μου λιγάκι φως –
το παιδί σου να γνωρίσω
για να σε καλοκαρδίσω;
Δεν το έχω ξαναδεί
το δικό σου το παιδί”.
“Α, μη νοιάζεσαι γι’ αυτό,
θα το μάθεις στο λεφτό:
Το πιο όμορφο πρωτάκι
είναι το κουκουβαγάκι
το μωρό μου το γλαυκάκι!”.
“Καλά! Δος μου το φαΐ σου
να το πάω στο παιδί σου”.
Παίρνει το φαγάκι, πάει,
του παιδιού της δίνει να φάει,
μα δεν βλέπει άλλο παιδάκι
πιο όμορφο απ’ το περδικάκι.
“Ψάξιμο έκανα μεγάλο,
μα δεν είδα κάποιο άλλο
ομορφότερο παιδάκι
πιο γλυκό απ’ το περδικάκι…”
Λέει στη Γλαύκα και της δίνει
πίσω το φαΐ. Κι εκείνη:
“Ομορφότερο δεν είδες…
– μπας και σου έστριψαν οι βίδες –
άλλο απ’ το περδικάκι,
ομορφότερο παιδάκι…”,
λέει, και παίρνει το φαγάκι
να ταΐσει το γλαυκάκι.
“Μπα! Κι εγώ στην ίδια θέση,
στο ίδιο λάθος θα είχα πέσει…”
Εύχομαστε σε όλους καλή κι ευλογημένη σχολική Χρονιά!
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Γεννήθηκε στην Αγ. Βαρβάρα Τριχωνίδας Αιτω/νίας το 1936. Ασχολείται με την ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, διασκευή αρχαιοελληνικών κειμένων, παρουσίαση βιβλίων και παρεμβάσεις λογοτεχνικού, κοινωνικού, πολιτικού και παιδαγωγικού προβληματισμού. Κείμενά της έχουν συμπεριληφθεί στα βιβλία του Δημοτικού «Η Γλώσσα μου». Είναι τακτικό μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Εχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο Μάρκου Αυγέρη από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και από το Δήμο Μεσολογγίου και άλλους φορείς.
ΒΕΡΙΝΑ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Η Βερίνα Χωρεάνθη γεννήθηκε στον Πειραιά και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης σε συνεργασία με μεγάλους εκδοτικούς οίκους.