Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2021, σελ. 152
Ένα πολύ ενδιαφέρον και επίκαιρο βιβλίο της διακεκριμένης Ακαδημαϊκού κας Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ με θέμα την ιστορία της Μικράς Ασίας και του Ελληνισμού εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg.
H Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (1926 – ) είναι Ελληνίδα βυζαντινολόγος ιστορικός μικρασιατικής καταγωγής. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 1967 και η πρώτη γυναίκα πρύτανης του Πανεπιστημίου στην 700 ετών ιστορία του. Στο πόνημα αυτό η συγγραφέας αναφέρεται συνοπτικά στην ιστορία της Μικρασίας τα τελευταία 3.000 έτη αρχίζοντας από το Τρωικό πόλεμο μέχρι τη καταστροφή του 1922. Όπως αναφέρει η Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ η Μικρασία απετέλεσε το σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και γνώρισε την επιρροή διαφορετικών τρόπων διαβίωσης και πολιτισμού. Στις παράλιες περιοχές της οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη ναυτιλία και ήταν ανοικτοί σε εξωτερικές επαφές. Αντίθετα οι κάτοικοι της ενδοχώρας ασχολήθηκαν με γεωργικές καλλιέργειες στα εύφορα εδάφη της χερσονήσου.
Αρχίζοντας με τον Όμηρο, τη σχέση του με τη Μικρασία, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια η συγγραφέας θεωρεί ότι ο Τρωικός πόλεμος (περίπου το 1.200 π.Χ.) απετέλεσε τη διαμάχη των πληθυσμών δύο ακτών του Αιγαίου για οικονομικούς κυρίως λόγους καθώς τα εδάφη και ο πλούτος της Μικρασίας ήταν ανώτερα από εκείνα της Ελλάδας. Αρκετούς αιώνες μετά το Τρωικό πόλεμο στις πόλεις της Μικρασίας όπως η Μίλητος, η Έφεσος και η Αλικαρνασσός αφυπνίσθηκε το Ελληνικό πνεύμα και ξεκίνησε η απομάγευση του κόσμου ορόσημο για την έναρξη της παγκόσμιας ιστορίας. Ο Θαλής, ο Ηράκλειτος, ο Αναξαγόρας, ο Αναξιμένης και ο Αναξίμανδρος απετέλεσαν ορισμένους μόνο από τους προσωκρατικούς Ίωνες φιλοσόφους που προσπάθησαν πρώτοι να εξηγήσουν τον κόσμο με όρους αιτίου-αιτιατού. Το πλούτο της Μικρασίας επιβουλεύθηκαν οι Πέρσες και κατέλαβαν τη περιοχή. Οι Ίωνες επαναστάτησαν, βοηθήθηκαν από τους Αθηναίους και ακολούθησαν οι θρίαμβοι των Ελλήνων επί των Περσών. Αργότερα στα μέσα του 4ου αιώνα ο Μέγας Αλέξανδρος έβαλε τέλος στη κυριαρχία των Περσών στη περιοχή ενώ οι πόλεις τον ανεγνώρισαν σαν απελευθερωτή και ήρωα. Όπως αναφέρει η Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ ιδιαίτερη ανάπτυξη την Ελληνιστική περίοδο γνώρισε η Πέργαμος. Η βιβλιοθήκη της έγινε ευρύτερα γνωστή όπως και της Αλεξάνδρειας ενώ εκεί εφευρέθηκε η περγαμηνή (αποτελούμενη από δέρμα ζώων) σαν εναλλακτικό του παπύρου (φυτικής προέλευσης) μέσο γραφής. Το μουσείο της Περγάμου ήταν ιδιαίτερα γνωστό ενώ ο μνημειώδης βωμός του Δία βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο σε ειδικά διαμορφωμένο μουσείο.
Αργότερα στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. η Ρωμαϊκή κυριαρχία εδραιώθηκε στη Μικρασία και τα Ελληνιστικά βασίλεια υποτάχθηκαν στη Ρώμη. Όπως αναφέρει η συγγραφέας οι πόλεις της Μικρασίας είχαν φιλικές σχέσεις με τη Ρώμη ενώ κατά την “ΕλληνοΡωμαϊκή περίοδο” η πολιτιστική και καλλιτεχνική ανάπτυξη των πόλεων ήταν εντυπωσιακή. Η κατάσταση αυτή στη Μικρασία άλλαξε μετά την επικράτηση του χριστιανισμού. Η Βυζαντινή εποχή, αναφέρει η Ε. Γλυκάτζη-Αρβελέρ, αποτελεί τη πιο μεγαλειώδη περίοδο της ιστορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Η περιοχή αυτή έδωσε στην αυτοκρατορία το πλούτο και το ανθρώπινο δυναμικό για να μεγαλουργήσει ενώ η Κωσταντινούπολη οφείλει στους Μικρασιάτες το Χριστιανισμό και την Ελληνοφωνία. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία αντιμετώπισε διάφορους εχθρούς από την Ασία και συγκεκριμένα από τη Περσία μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα, από τους Άραβες (7ο-11ο αιώνα), από τους Σελτζούκους Τούρκους που εγκαταστάθηκαν στη Μικρασία στα τέλη του 11ου αιώνα και αργότερα από άλλα Τουρκικά φύλλα (13ος-15ος αιώνας). Το κοινό χαρακτηριστικό των Ασιατών εχθρών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν η αλλοθρησκεία. Ζωροάστρες οι Πέρσες, μουσουλμάνοι οι Σαρακηνοί και μωαμεθανοί οι Τούρκοι. Εκτός όμως από τους εξ ανατολών εχθρούς η αυτοκρατορία αντιμετώπισε εχθρούς από τη Δύση, τους Φράγκους και τους Βενετούς. Όπως αναφέρει η συγγραφέας οι Μικρασιάτες κατέλαβαν σημαίνουσες στρατιωτικές και διοικητικές θέσεις στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ενώ πολλοί από αυτούς διέπρεψαν και στα εκκλησιαστικά πράγματα. Το 11ο αιώνα καταγράφεται και το σχίσμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας το οποίο οδήγησε και στο οριστικό διαζύγιο μετά από τη κατάληψη της πόλης από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204. Όπως αναφέρει η Ε. Γλυκάτζη-Αρβελέρ η κατάληψη της Κωσταντινούπολης το 1204 από τα παπικά στρατεύματα στα πλαίσια της 4ης σταυροφορίας αποτελεί το τέλος της παγκόσμιας επιρροής του Βυζαντίου το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί από την ήττα του από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1071 στη μάχη του Μαντζικέρτ. Οι Φράγκοι μετά τη λεηλασία της πόλης εγκατέστησαν Φράγκο αυτοκράτορα και καθολικό Πατριάρχη.
Η αντίσταση στη νέα εξουσία οργανώνεται στη Μικρασία από την αυτοκρατορία της Νίκαιας και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ενώ από τον Ελλαδικό χώρο από το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τελικά το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατάφερε να ανακαταλάβει τη Κωσταντινούπολη. Η μεγάλη προσπάθεια που έκανε είχε σαν ανεπιθύμητο αποτέλεσμα την αποψίλωση της άμυνας μεγάλων περιοχών της Μικρασίας και τη σταδιακή κατάληψη μεγάλων περιοχών από τους Τούρκους κυρίως τον 14ο αιώνα. Έτσι η ανάκτηση της πόλης είχε σαν παράπλευρη απώλεια την επικράτηση των Τούρκων σε μεγάλες περιοχές της Μικρασίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σημαντικό μέρος του Μικρασιατικού πληθυσμού από τις άλλοτε ανθούσες μητροπόλεις να ζητήσουν καταφύγιο σε άλλες περιοχές κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Ιδιαίτερη αναφορά για τη περίοδο αυτή κάνει η συγγραφέας για την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και την ιστορία του Πόντου αναφέροντας ότι η πρωτεύουσα Τραπεζούντα έπεσε στα χέρια των Τούρκων 8 χρόνια μετά την άλωση της Κωσταντινούπολης το 1461 παρά το γεγονός ότι στη περιοχή είχαν εγκατασταθεί οι Σελτζούκοι Τούρκοι από τον 11ο αιώνα. Με τη πτώση της Τραπεζούντας το 1461 ολοκληρώνεται η κατάληψη της Μικρασίας από τους Οθωμανούς Τούρκους. Όπως αναφέρει η Ε. Γλυκάτζη-Αρβελέρ η πτώση της πόλης δημιούργησε ένα σοκ σε όλη τη Χριστιανοσύνη και είναι άδικο να αναφέρεται ότι η Δύση δεν θέλησε να βοηθήσει. Στα άμεσα επακόλουθα της κατάκτησης της Μικρασίας από τους Τούρκους περιλαμβάνονται η δημογραφική συρρίκνωση του Ελληνικού πληθυσμού και της χριστιανικής θρησκείας καθώς οι κατακτητές προώθησαν με διάφορους τρόπους τον εξισλαμισμό.
Ο σταδιακός αφελληνισμός της Μικρασίας οφείλεται στη πολιτική των Οθωμανών μετά την επικράτηση τους και επιτεύχθηκε με:
A) Οικονομικούς εξαναγκασμούς καθώς τα μοναστήρια και οι περιουσίες τους μετατράπηκαν σε Οθωμανικά θρησκευτικά κέντρα,
B) Κατάλληλη προπαγάνδα περί συγγένειας μεταξύ χριστιανισμού και Ισλάμ σαν μονοθεϊστικές θρησκείες η οποία είχε ευρεία απήχηση σε αγροτικούς πληθυσμούς, και
C) Με αναγκαστικούς εξισλαμισμούς που αφορούσαν αιχμαλώτους πολέμου ή το παιδομάζωμα.
Έτσι ο αριθμός των χριστιανών στη Μικρασία το 16ο αιώνα είναι πολύ μικρός σε σχέση με 3-4 αιώνες πριν και αποτελούσαν πλέον μία ελάχιστη μειοψηφία στη περιοχή. Όπως αναφέρει η συγγραφέας η εγκατάσταση των Τουρκικών φύλλων στη Μικρασία άρχισε τον 11ο αιώνα και μπορεί να λεχθεί ότι μέχρι τη καταστροφή του 1922 το Ελληνικό και Τουρκικό στοιχείο συνυπήρχαν στη περιοχή. Σταδιακά οι Οθωμανοί πέτυχαν τη Τουρκοποίηση της Μικρασίας ενώ η συμβίωση των χριστιανών με τους Τούρκους ήταν άλλοτε ομαλή και άλλοτε προβληματική. Πάντως ο ραγιάς, αναφέρει, δεν έπαψε ποτέ να είναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Μετά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους και στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα παρατηρείται μετανάστευση Ελλήνων στη Μικρασία για οικονομικούς λόγους. Όμως παρά την ενίσχυση του Ελληνικού πληθυσμού η πλειοψηφία των Τούρκων στη Μικρασία ήταν μεγάλη.
Χαρακτηριστικό της διαβίωσης των χριστιανών με τους πλειοψηφούντες Τούρκους ήταν η προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης τους από τις επίσημες αρχές και η μεταξύ τους αλληλεγγύη. Όπως αναφέρει η συγγραφέας ο Πατριάρχης ήταν ο (διορισμένος από τους Τούρκους) αρχηγός του χριστιανικού millet – όλων δηλαδή των χριστιανών – έχοντας εκτός των άλλων και αστικές δικαιοδοσίες. Η εκκλησία προωθούσε τη παιδεία στους υπόδουλους Έλληνες προσπαθώντας να διατηρήσει την επαφή τους με την Ελληνική γλώσσα έστω και μέσω της ανάγνωσης ιερών κειμένων. Έλληνες έχοντες καλές σχέσεις με το πατριαρχείο απέκτησαν – λόγω γνώσεων και ικανοτήτων – πολιτική δύναμη στις Τουρκικές υποθέσεις (οι επονομαζόμενοι Φαναριώτες) και πολλοί από αυτούς ανεδείχθησαν αργότερα σαν ηγέτιδα τάξη των υπόδουλων Ελλήνων.
Η Ε. Γλυκάτζη-Αρβελέρ αναφέρει ότι πολλοί Μικρασιάτες έδειξαν ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα, σπούδασαν στη Δύση και επηρεάστηκαν από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό και τη Γαλλική επανάσταση. Οι Μικρασιάτες όπως ήταν φυσικό ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι κατά την εξέγερση του 1821 ενώ υπέστησαν πολλές καταστροφές και πλήρωσαν βαρύ ανθρώπινο τίμημα με λουτρό αίματος αναφέρει η συγγραφέας. Παρ’ όλα αυτά συνέβαλαν με ανθρώπινο δυναμικό και οικονομική βοήθεια στο κοινό αγώνα. Ο ρόλος της εκκλησίας ήταν κυρίαρχος στη παιδεία μέχρι το 19ο αιώνα. Αργότερα οι συνθήκες άλλαξαν και δημιουργήθηκε ένας επιπλέον πόλος στη παιδεία με εκπροσώπους τους σπουδαγμένους στην Ευρώπη Μικρασιάτες οι οποίοι είχαν δεχθεί την επιρροή των ιδεών του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης.
Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήταν η εκπαίδευση στο Πόντο αναφέρει η Ε. Γλυκάτζη-Αρβελέρ ενώ ένας αξιοσημείωτος αριθμός Ελλήνων φοιτούσαν στα σχολεία της Τραπεζούντας. Η προσπάθεια για τη δημιουργία Ελληνικής Δημοκρατίας στο Πόντο απέτυχε ενώ η περίοδος 1914-1919 χαρακτηρίζεται από τη γενοκτονία των Ποντίων (όπως και των Αρμενίων) αρχικά με τη βοήθεια των Γερμανών και αργότερα με την εθνοκάθαρση που επεδίωξαν οι Νεότουρκοι. Ο αφελληνισμός της Μικρασίας ολοκληρώθηκε με τη καταστροφή του 1922 και τη μετανάστευση περίπου 1.5 εκατ. Μικρασιατών στην Ελλάδα.
Το βιβλίο αυτό της διακεκριμένης Ελληνίδας Ακαδημαϊκού και Iστορικού αποτελεί ένα εκλαϊκευμένο και ευανάγνωστο κείμενο το οποίο μπορεί να διαβαστεί εύκολα χωρίς να υστερεί σε ακρίβεια. Παρουσιάζει με σύντομο και κατανοητό τρόπο την τρις-χιλιετή ιστορία της Ελληνικής παρουσίας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Η ανάγνωση του εύληπτου αυτού πονήματος αυξάνει την αυτογνωσία μας και εκεί νομίζω ότι έγκειται η μεγάλη χρησιμότητα του.
* Ο Γιάννης Στυλ. Βουρδουμπάς είναι χημικός μηχανικός ΕΜΠ, M.Sc., Ph.D.