«Κάνε πάντα αυτό που φοβάσαι να κάνεις»
R. Emerson
Κάποτε ένας βασιλιάς σε μια εμπόλεμη χώρα είχε θεσπίσει με νόμο ότι οι φυλακισμένοι του πολέμου θα έπρεπε να οδηγούνται στο θάνατο. Όμως, θέλοντας να τους δώσει μία τελευταία ευκαιρία, είχε αποφασίσει να τους αφήσει μια επιλογή λίγο πριν πεθάνουν. Έτσι λοιπόν, ο κάθε φυλακισμένος οδηγούνταν σε ένα χώρο ο οποίος στην μια πλευρά είχε μια ομάδα από τοξότες έτοιμους να τον σκοτώσουν και στην άλλη πλευρά υπήρχε μια τεράστια βαριά σιδερένια πόρτα όπου επάνω της ήταν χαραγμένες φιγούρες κρανίων. Ο φυλακισμένος έπρεπε να επιλέξει εάν θέλει να τον σκοτώσουν οι τοξότες ή να ανοίξει την πόρτα να μπει και να κλειδωθεί μέσα. Σε όλους τους μελλοθάνατους που δόθηκε αυτή η επιλογή επέλεξαν να τους σκοτώσουν οι τοξότες. Αφού τελείωσε ο πόλεμος, ένας στρατιώτης που υπηρετούσε πιστά το βασιλιά πολύ καιρό του είπε, Κύριε μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση; Και βέβαια, του λέει ο βασιλιάς. Θέλω να μάθω, λέει ο στρατιώτης, τί ήταν πίσω από εκείνη την σιδερένια πόρτα. Τότε ο βασιλιάς του λέει, πήγαινε και θα δεις. Ο στρατιώτης τότε ανοίγει με μεγάλη ευκολία την σιδερένια πόρτα και συνειδητοποιεί ότι καθώς ανοίγει η πόρτα, το φως του ήλιου εισχωρεί και φωτίζει το περιβάλλον. Μέχρι να την ανοίξει εντελώς, παρατηρεί ότι η πόρτα βγάζει σε ένα μονοπάτι που οδηγεί στην ελευθερία. Τότε ο βασιλιάς του λέει. « Εγώ τους έδινα την επιλογή, κι εκείνοι προτιμούσαν να πεθάνουν από το να ρισκάρουν να ανοίξουν την πόρτα.»
Πόσες πόρτες δεν θα ανοίξουμε ποτέ; Πόσες αποφάσεις δεν θα πάρουμε ποτέ; Πόσα όνειρα δεν θα πραγματοποιήσουμε για το φόβο του ρίσκου;
Έτσι ζούμε όλη μας την ζωή τυφλοί, κουφοί κι ανήμποροι να αποφασίσουμε για τον εαυτό μας. Αδύναμοι, φοβισμένοι και αναποφάσιστοι, στεκόμαστε μπροστά στα όνειρα μας. Περπατάμε το δρόμο που μας υπέδειξαν, νοιώθοντας την ψεύτικη ασφάλεια μιας σιγουριάς, που στο μόνο δρόμο που οδηγεί είναι αυτός του θανάτου. Δεν προσπαθούμε να δούμε με τα δικά μας μάτια, δεν προσπαθούμε να ακούσουμε με τα δικά μας αυτιά. Δεν αγωνιζόμαστε να κατανοήσουμε, να ερευνήσουμε και να αποφασίσουμε εμείς για τον εαυτό μας και όχι να επηρεαζόμαστε από τους άλλους και να αφηνόμαστε έρμαιο των καταστάσεων ή των ανθρώπων. Η ζωή όμως αυτή δεν έχει δεύτερη ευκαιρία. Είναι μόνο μία. Κι όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται αυτό, ισχύει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Είναι η αποφυγή ανάληψης ευθύνης, η αποφυγή ανάληψης ρίσκων, η αποφυγή της ίδιας της ζωής, που, ενώ μας δίνει την ευκαιρία να προχωρήσουμε σε ένα δρόμο γεμάτο φως. Μπροστά σε ένα δρόμο που οδηγεί στο αιώνιο, εμείς επιλέγουμε τον δρόμο του θανάτου, ενώ είμαστε ακόμα ζωντανοί.