Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Στις δύο κάτω γωνίες του σημερινού Παιδότοπου δυο ποιήματα της γνωστής δασκάλας – ποιήτριας Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη. Για τους προλόγους στο πρώτο και στο δεύτερο βιβλίο της με τον κοινό τίτλο “Τραγουδώ τα παραμύθια”, πρόκειται… Μαζί μ’ αυτά, στον υπόλοιπο χώρο και οι πρώτοι στίχοι από δυο άλλα βιβλία της, “Το λυχνάρι με το γαλάζιο φως” και “Η πιστή κόρη και ο Ρολάνδος”, που επίσης κυκλοφόρησαν όπως και ένα τρίτο (“Ο βασιλιάς του χρυσού βουνού”) πρόσφατα απ’ τις εκδόσεις “ΕΡΕΙΣΜΑ” του Χρήστου Μαχαιρίδη, εικονογραφημένα αισθαντικά απ’ τον Γρηγόρη Νιόλη. Κι αυτά σαν συνέχεια των 248 σελίδων βιβλίων της με παιδικά ποιήματα “Καλημέρα κάθε μέρα” και έξι (6) ακόμη ποιητικών της συλλογών που κυκλοφόρησαν πέρυσι από τις ίδιες εκδόσεις… «Η ποίηση είναι ζωγραφική που σωπαίνει και η ζωγραφική είναι ποίηση που μιλά», είχα γράψει παρουσιάζοντας στη στήλη (βλ. “Χ.Ν.”, 3.2.2019) το “Καλημέρα, κάθε μέρα”. Το ξαναγράφω και σήμερα καταθέτοντας τον απέραντο θαυμασμό μου για την Ωραία ως Ελληνίδα Δασκάλα (έφυγε από την υπηρεσία το 1991 από το 14ο Δημ. Σχ. Χανίων) κυρίως για την ποιότητα που υπάρχει μέσα στην ποσότητα του ποιητικού της έργου, ιδιαίτερα αυτού που απευθύνεται στα παιδιά. Ενός έργου που αξίζει σίγουρα παραπέρα προβολής και ιδιαίτερης βράβευσης… Σας χαιρετώ με αγάπη όλους! Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης, Δάσκαλος Σημείωση: Η παιδική ποίηση της Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη θα παρουσιαστεί μεθαύριο Δευτέρα, 9 Δεκεμβρίου και ώρα 7 μ.μ. στο Ενοριακό Κέντρο “Κωνσταντινουπολειάδα” του Ι.Ν. των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ν. Χώρας. Διοργανωτές η Ενορία, η Τοπική Επιτροπή του Ελλ. Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Ν. Καζαντζάκη και οι Εκδόσεις “Έρεισμα”. Θα μιλήσει η φιλόλογος – συγγραφέας Ρούλα Βουράκη. Θα χαιρετίσει ο αντιπρόεδρος του Ελ. Τμημ. της Δ.Ε.Φ.Ν.Κ. Σήφης Μιχελογιάννης. Συντονιστής ο εκδότης – συγγραφέας Χρήστος Μαχαιρίδης. Θεατρική απόδοση των παραμυθιών από την ηθοποιό Σοφία Πατέλη.
Το βασιλιά του ένας καλός στρατιώτης χρόνια πολλά πιστά ‘χε υπηρετήσει μα όταν τα πρώτα νιάτα τον αφήσαν και δύσκολο ‘ταν πια να πολεμάει, τον κάλεσε ο βασιλιάς και του ‘πε: – Όσους μ’ υπηρετούν εγώ πληρώνω μα τώρα εσένα πέρασε ο καιρός σου γι’ αυτό ετοιμάσου, φίλε, να σχολάσεις άλλος πιο νιος τη θέση σου να πάρει!… Έτσι τον έδιωξε χωρίς συμπόνια αδιάφορος αν πέθαινε απ’ την πείνα δίχως χρήματα διόλου να του δώσει. Τέτοι’ αδικία δεν την φανταζόταν ο άξιος εκείνος στρατιώτης μα τι να κάνει; Πρέπει να υπακούσει! Να φύγει, αφού ο βασιλιάς τον διώχνει… Εφυγε, και περπάτησε όλη μέρα ώσπου το βράδυ έφτασε στο δάσος. Σαν μπήκε μέσα εκεί, λίγο πιο πέρα είδ’ ένα φως και κατά κείνο πήγε. Όταν πλησίασε, είδ’ ένα σπίτι που μέσα εκεί μια μάγισσα βρισκόταν. – Παρακαλώ σε, άφησε δω πέρα τη νύχτα μου ο δόλιος να περάσω και δος μου αν θέλεις κάτι τι να φάω, κάτι να πιω, τι άλλο δεν αντέχω την κούραση, την πείνα και τη θλίψη… – Δε με γελάς εμένα, στρατιώτη! Ξέρω εγώ πως είσαι λιποτάχτης, μα σε λυπάμαι, και για τούτο μείνε τη νύχτα σου εδώ να την περάσεις. Αφού πεινάς και φαγητό σου δίνω Μα πρώτ’ ας κάνουμε μια συμφωνία: – Τι συμφωνία; ρώτησ’ ο στρατιώτης. – Αύριο το πρωί θέλω να σκάψεις τον κήπο μου που βρίσκεται πιο πέρα. Δέχτηκ’ αυτός. -Τι άλλο θα μπορούσε έτσι φτωχός ως ήτανε να κάμει;-
Δυο κόρες είχε η μάγισσα η κακιά αλλά τη μια μονάχα αγαπούσε. Την άλλη, -που της ήταν προγονή- τη ζήλευε, μαζί και τη μισούσε γιατ’ ήταν όμορφη, μα και καλή, πάντοτε γελαστή και προκομμένη ενώ η δική της, άσχημη πολύ, πολύ ζηλιάρα, μα και φαντασμένη! Της αδερφής την όμορφη ποδιά οπού ‘χε η μητέρα της κεντήσει και πριν να βγει ψηλά στον Ουρανό στην όμορφη κορούλα είχε χαρίσει, από τη μάνα – μάγισσα ζητά απ’ το πρωί ως το βράδυ κι επιμένει, τρόπο να βρει, από την αδερφή να πάρει, όπου τόσο τη ζηλεύει… Η μάγισσα μια μέρα με χαρά λέει στην κόρη της πως τρόπο βρήκε η όμορφη ποδιά που λαχταρά να γίνει πια ολότελα δική της σα βγάλει από τη μέση την καλή που τώρα τη φοράει αδερφή της. – Άκουσε, κόρη μου, τι θα σου πω: Το βράδυ, σαν θα πάτε στο κρεβάτι, απ’ τη μεριά του τοίχου να ‘ναι αυτή και συ να κοιμηθείς από την άκρη. Εγώ θα ‘ρθω μεσάνυχτα εκεί κι όπως βαθιά εκείνη θα κοιμάται, θα τη ραντίσω μαγικό ποτό από τον ύπνο πια να μην ξυπνήσει… Έτσι η ποδιά που τόσο λαχταράς θα γίνει πια -όπως ποθείς,- δική σου!..
Σαν καινούργια… Εδώ μέσα ησυχάζουν κι από πλήξη στενάζουν παραμύθια παλιά, με φτερά διπλωμένα με σιωπή τυλιγμένα και πολλή μοναξιά! Όλ’ αυτά τα υπομένουν και μ’ ελπίδα προσμένουν τη δική σου ματιά, δρόμους κείθε να βρούνε να μπορέσουν να μπούνε στη ζεστή σου καρδιά! …Κι όπως θα ‘σαι κοντά τους και θ’ ακούς τη λαλιά τους έτσι ως τραγουδούν, σαν καινούργια θα μοιάζουν και ζεστά θ’ αγκαλιάζουν και καρδιά σου και νου!
Τα φιλαράκια Ως πότε πια θα μένουμε κλεισμένα εδώ μέσα στη σκοτεινή, την άχαρη, μικρή μας φυλακή; Έτσι αναρωτιόμασταν κλεισμένα στο συρτάρι μέχρι όπου μας τ’ άνοιξαν και βγήκαμε στο φως… Εδώ τώρα βρισκόμαστε σε τούτο το βιβλίο, και τη δική σου τη ζεστή προσμένουμε ματιά ν’ ανοίξει ο δρόμος διάπλατα, να μπούμε στην καρδιά σου με τ’ άλλα τ’ αδελφάκια μας να σμίξουμε ξανά (αν ίσως και τ’ αντάμωσες μες στο βιβλίο το πρώτο, κι αν τ’ άφησες να μπουν κι αυτά βαθιά μες στην καρδιά) και να μας έχεις όλα μας δικά σου φιλαράκια, να σ’ αγαπάμε αληθινά, και να μας αγαπάς!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη Γεννήθηκε στον Φουρφουρά Ρεθύμνου και ζει στα Χανιά. Σπούδασε παιδαγωγικά και εργάστηκε ως δασκάλα. Ασχολείται με την ποίηση και γράφει σε παραδοσιακό, ελεύθερο στίχο και σονέττο. Συνεργάστηκε με παιδαγωγικά και λογοτεχνικά περιοδικά.