Κυριακή, 1 Σεπτεμβρίου, 2024

ΕΛΛΑΔΑ: Μετά τα μνημόνια τι;

Tον επόμενο μήνα, στις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα θα βρεθεί έπειτα από οκτώ χρόνια, τρία μνημόνια και δάνεια ύψους 320 δισ. ευρώ στην έξοδο από την σκληρή επιτροπεία. Αν και για πολλούς η έξοδος από την «εποχή των μνημονίων» ταυτίζεται με την επιστροφή στην ανάπτυξη και στη χάραξη ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής της χώρας, στην πραγματικότητα η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό καθεστώς επιτήρησης από τους θεσμούς. Ταυτόχρονα όμως τίθεται υπό αμφισβήτηση η δυνατότητά της να καταφέρει να επιστρέψει στην «κανονικότητα».
Σύμφωνα με το σχέδιο μεταμνημονιακής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα  θα βρίσκεται υπό επιτήρηση έως και μέχρι το 2066 από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Αν και τυπικά η Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) δεν θα θέτουν νέους στόχους για τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις, ωστόσο η χώρα θα πρέπει να εξακολουθεί να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις στο μέλλον. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2023 η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ και περίπου 2% έως το 2060. Ταυτόχρονα δεσμεύεται να προχωρήσει και σε μεταρρυθμίσεις, όπως η αναπροσαρμογή του φόρου ακίνητης περιουσίας, η πλήρης στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η δημιουργία ενιαίου ταμείου συντάξεων ΕΦΚΑ αλλά και η λήψη μέτρων για την μείωση των «κόκκινων» δανείων. Σημαντική επίσης είναι η ρήτρα για την περαιτέρω εκποίηση δημόσιας περιουσίας, όπως το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», τα ΕΛΠΕ, την Εγνατία, την ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ και μέρος της ΔΕΗ αλλά και τα περιφερειακά λιμάνια της Κέρκυρας και της Καβάλας έως το 2021. Τέλος ειδική μνεία γίνεται για την ολοκλήρωση και έγκριση του εθνικού κτηματολογίου αλλά και τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης. Την υλοποίηση των δεσμεύσεων θα παρακολουθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε τριμηνιαία βάση, και ανάλογα με την εξέλιξή τους η χώρα θα αποκτά πρόσβαση σε ρευστότητα με όλο και ευνοϊκότερους όρους.
Παρόλα αυτά, αν και η χώρα φαίνεται να επανακάμπτει έστω και ασθενικά από την πολυετή οικονομική κρίση, τα σημάδια που προκάλεσε θα αργήσουν να απαλειφθούν. Η Ελλάδα από το 2009 έως σήμερα, απώλεσε το 25% του ΑΕΠ της, μείωση τόσο μεγάλη που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή χωρών που επλήγησαν στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή με αυτή των Η.Π.Α κατά το μεγάλο οικονομικό «κραχ» του  1929.  Ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 20%, το εισόδημα των νοικοκυριών κατά το 1/3, οι συντάξεις και τα επιδόματα κατά 70%, αλλά και ο δημόσιος τομέας κατά 26% μέσω της μη αναπλήρωσης των θέσεων όσων συνταξιοδοτούνταν, δημιουργώντας μεγάλες ελλείψεις στις δημόσιες υπηρεσίες.
Το δημόσιο χρέος αγγίζει πλέον το 180% του ΑΕΠ από 140% το 2009 ενώ η χώρα συνεχίζει να ταλανίζεται από μεγάλη ανεργία της τάξης του 20%, επικράτηση της εποχικής εργασίας αλλά και την φυγή 500.000 Ελλήνων στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή χρόνια προβλήματα της χώρας παραμένουν ανεπίλυτα.

Κυρίως ένας μη αποδοτικός δημόσιος τομέας, ένα δυσλειτουργικό κράτος πρόνοιας, η ευρεία φοροδιαφυγή που συναντάται σε όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας, από τα κατώτερα έως τα ανώτερα στρώματα,  η διαφθορά και η κακοδιαχείριση δημοσίων πόρων, τα κλειστά επαγγέλματα, η υψηλή άμεση και έμμεση φορολογία αλλά και η πολυνομία.

Ο εκσυγχρονισμός των θεσμών είναι πρωταρχικής σημασίας για τη χώρα. Η αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα όχι μέσω απολύσεων (η Ελλάδα δεν έχει πολλούς δημόσιους υπαλλήλους συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά ένα μη αποδοτικό δημόσιο τομέα), αλλά μέσω ανακατατάξεων στους τομείς που υπάρχουν ελλείψεις και μεγαλύτερες ανάγκες, της προώθησης της ψηφιακής διακυβέρνησης και της αποκέντρωσης θα αλλάξουν ριζικά τόσο το επενδυτικό περιβάλλον όσο και τις σχέσεις κράτους-πολίτη. Επίσης η χώρα πρέπει να γίνει φιλικότερη προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, κυρίως μέσω απλοποίησης του νομοθετικού πλαισίου, της επιτάχυνσης επίλυσης δικαστικών διαφορών (που αγγίζουν τα 4 χρόνια), αλλά και μέσω της μείωσης τόσο της άμεσης φορολογίας στις νέες επιχειρήσεις, όσο και της έμμεσης που πλήττει κυρίως τα φτωχότερα στρώματα και την κατανάλωση.
Ταυτόχρονα με τις ιδιωτικές, οι δημόσιες επενδύσεις για την βελτίωση των υποδομών θα αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη. Ακόμη όμως, σημαντικές αλλαγές πρέπει να γίνουν στο ασφαλιστικό σύστημα, καθώς είναι βέβαιο πως θα καταρρεύσει αν εξακολουθεί να λειτουργεί όπως σήμερα, στην πάταξη της «μαύρης αγοράς» που υπολογίζεται περίπου στο 20% του ΑΕΠ, στην εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας για προστασία των εργαζομένων και στο άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων. Τελευταίο και πιο σημαντικό μέτρο, είναι η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση και την καινοτομία. Σήμερα η Ελλάδα δαπανά το 4% του ΑΕΠ για την εκπαίδευση (ενώ 17,5% για τις συντάξεις), βρισκόμενη στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επένδυση στην εκπαίδευση και την καινοτομία, και η σύνδεσή της με την αγορά εργασίας θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, ώστε να επανακτήσει η χώρα την χαμένη εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων και των αγορών και να χαράξει σταθερή πορεία ανάπτυξης στο μέλλον.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα