Θυμούνται τις γιορτές των παιδικών τους χρόνων νοσταλγικά. Τα δικά τους Χριστούγεννα, είναι πλέον μνήμες του παρελθόντος. Για τους περισσότερους, που σήμερα ήταν παιδιά στις δεκαετίες του ΄50,του ΄60 και του ΄70 υπήρχαν κάποτε τα «πραγματικά» Χριστούγεννα. Οι εικόνες μπορεί να έχουν ξεθωριάσει αλλά υπάρχουν μέσα τους, σαν φυλαχτό.
Η αφήγηση του κ. Χρήστου Καπερώνη από τις Πηγές της Άρτας μάς ταξιδεύει στις αξίες μιας άλλης δύσκολης εποχής, που όμως το πνεύμα των Χριστουγέννων, ζέσταινε τις παγωμένες φτωχικές μέρες, τις καρδιές όλων, σε μία άλλη Ελλάδα.
Χωρίς ηλεκτρικό, με λάμπες πετρελαίου ή καντηλάκια, χωρίς τηλέφωνο, ραδιόφωνα, ρολόγια, χωρίς δώρα από τον Αη-Βασίλη, χωρίς φανταχτερούς στολισμούς και λαμπιόνια, τα Χριστούγεννα εκείνης της εποχής, είχαν θαλπωρή για κάθε οικογένεια.
«Από τα σημερινά “Καλά Χριστούγεννα” μέχρι τα “Καλά Χριστούγεννα” των παιδικών μας χρόνων, εκεί στα ορεινά χωριά στην Άρτα, στις Πηγές, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Οι χριστουγεννιάτικες γιορτές σήμερα, σε τίποτα δεν θυμίζουν εκείνη την εποχή». Με αυτά τα λόγια, ο κ. Καπερώνης αρχίζει να ξεδιπλώνει τις παιδικές τους αναμνήσεις. Η αφήγηση του, μοιάζει με χριστουγεννιάτικο διήγημα.
Οι μέρες των Χριστουγέννων ήταν δικές μας
Το κλείσιμο των σχολείων για δεκαπέντε ημέρες ήταν η χαρά των παιδιών. Γενικά, οι μέρες των Χριστουγέννων ήταν δικές μας. Τρεις φορές τα κάλαντα. Παραμονή Χριστουγέννων, παραμονή Πρωτοχρονιάς και παραμονή των Φώτων από σπίτι σε σπίτι. Η χαρά μας ήταν τα λιγοστά χρήματα που μαζεύαμε και τα φυλάγαμε με μια ανείπωτη χαρά, αλλά και ό,τι άλλο, γλυκά, αυγά, φρούτα, μας έδιναν. Τρέχαμε από σπίτι σε σπίτι, να προλάβουμε να περάσουμε πρώτοι. Όμως, δώρα και στολισμοί, ήταν άγνωστα πράγματα για εμάς στο χωριό. Κάποια παιδιά που είχαν συγγενείς στις πόλεις και έρχονταν για τις γιορτές στο χωριό ήταν τυχερά, αφού μόνο αυτά έπαιρναν κανένα δώρο. Για τους υπόλοιπους, πού να φτάσουν τα λίγα λεφτά της οικογένειας για δώρα και στολισμούς. Εξάλλου , τι φωτάκια και γιρλάντες να βάλουν, αφού το ηλεκτρικό τότε, ήταν άγνωστο για εμάς. Μόνο οι λάμπες πετρελαίου, τα καντηλάκια και αργότερα ασετιλίνης ή υγραερίου φώτιζαν τα σπίτια. Έτσι, δεν υπήρχαν ούτε ηλεκτρικές συσκευές στα σπίτια μας. Σκληρές οι συνθήκες ζωής αλλά οι γιορτές των Χριστουγέννων είχαν ξεχωριστή σημασία. Ήταν μια ανάπαυλα μέσα στις δυσκολίες. Όσο για τηλέφωνο, ένα υπήρχε για όλο το χωριό. Στο καφενείου του Μήτσιου Παπαγεωργίου. Αυτή ήταν και η επαφή μας με τον έξω κόσμο, τον οποίο βέβαια εμείς αγνοούσαμε, αφού ποτέ δεν ταξιδέψαμε.
Η αλλαγή του χρόνου δεν γινόταν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Αφού δεν υπήρχαν ρολόγια, ούτε και ραδιόφωνα. Μαθαίναμε το πρωί που ξυπνούσαμε ότι άλλαξε ο χρόνος… Και βέβαια στο τζάκι, δεν κρεμονταν σάκοι με δώρα από τον Αη-Βασίλη…
Σκληρές οι συνθήκες ζωής αλλά οι γιορτές των Χριστουγέννων είχαν ξεχωριστή σημασία. Τα βράδια γύρω από το τζάκι ή τη σόμπα οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες, μας έλεγαν ιστορίες και παραμύθια, όπως τα έμαθαν από τους προγόνους τους με προφορική μεταφορά. Μας μιλούσαν για τη γέννηση του Χριστού σε μια σπηλιά, για το άστρο της Βηθλεέμ, για τους τρεις μάγους , αλλά και για τους καλικάντζαρους, αυτά τα διαβολικά τερατάκια με τη μουσούδα, τα μυτερά αυτιά και την ουρά, που αυτές τις μέρες έπιαναν δουλειά και πριόνιζαν το δέντρο της γης , χορεύοντας γύρω του δαιμονισμένα. Στα σπίτια έκαιγαν κλαδιά από πουρνάρια που έκαναν κρότο, για να φύγουν, όπως πίστευαν,τα καρκατζούλια. Η χαρά τους να πέσει η γή. Αυτό το κάψιμο διαρκούσε 15 ημέρες, από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, χωρίς να προλάβουν να το κόψουν γιατί περνούσε ο παπάς με το σταυρό και το Αγίασμα και τα έδιωχνε, ενώ αυτά έλεγαν “φεύγεστε να φύγουμε και έρχεται ο τρελόπαπας”…
Όλο το χωριό στην εκκλησία με τα γιορτινά ρούχα – Μια γλυκιά ανάμνηση
Την ημέρα των Χριστουγέννων, τη μεγαλύτερη γιορτή, όλο το χωριό ήταν στην εκκλησία ντυμένοι με τα γιορτινά τους, που τα φύλαγαν για αυτή την ημέρα. Φορούσαμε ό,τι πιο καλό ρούχο είχαμε. Οι μανάδες μας, τα φύλαγαν για αυτή τη μέρα. Μετά την εκκλησία, έμπαιναν ξανά στο μπαούλο. Όμως, υπήρχαν και χωριανοί μας, που έμεναν σε μακρινούς συνοικισμούς που δεν είχαν εκκλησία. Με τα πόδια ταλαιπωρημένοι , στη λάσπη, τη βροχή και το χιόνι και με μία ακόμη ώρα δρόμο έρχονταν για την εκκλησία. Θυμάμαι , ότι στο σπίτι μας που είναι διπλά στην εκκλησία, μέσα ή απ έξω, υπήρχαν μέχρι και 30 ζευγάρια παπούτσια και ρούχα καθημερινά από τις γυναίκες κυρίως των μακρινών συνοικισμών, που ερχόταν και ντυνόταν τα καλά τους, για να πάνε στην εκκλησία. Πάντα το σπίτι μας, έστω και άφτιαχτο μέσα, ήταν ανοιχτό για όλους. Με την “απόλυση” της εκκλησίας, έξω στο προαύλιο της, γέμιζε κόσμο με χαρούμενες φωνές και ανταλλαγή ευχών. Χρόνια Πολλά Καλά Χριστούγεννα! Το ίδιο γινόταν σε όλες τις μεγάλες γιορτές. Το μεσημέρι στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ένα μόνο στρωμένο καθαρά τραπεζομάντιλο ξεχώριζε. Στα υπόλοιπα, η απλότητα της εποχής εκείνης.
Το γιορτινό τραπέζι και τα γλυκά
Η περίοδος των εορτών των Χριστουγέννων στα χωριά μας, στις Πηγές Άρτας αλλά και σε όλα τα χωριά της Ηπείρου, ξεκινούσε από τη γιορτή του Αγ. Σπυρίδωνα 12 Δεκέμβρη που συνήθως, έπεφτε στο χωριό και το πρώτο χιόνι. Από την ημέρα αυτή γινόταν το “βάρεμα”, η θανάτωση και το σφάξιμο των γουρουνιών, που είχαν οι οικογένειες. Στο χωριό τις ημέρες αυτές, αντηχούσαν οι σπαρακτικές τους φωνές, που εμάς τους μικρούς μας τρόμαζαν πολύ. Όμως, ήταν αναγκαίο. Ήταν θέμα επιβίωσης των οικογενειών. Δεν υπήρχαν στα χωριά κρεοπωλεία τότε, ούτε κοντινή πόλη. Έτσι, η κάθε οικογένεια φρόντιζε να έχει κρέας από τα δικά της ζώα.
Σχεδόν κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον ένα χοιρινό. Το βάρος του έφτανε και τα 100 κιλά. Αυτό ήταν το κρέας των Χριστουγέννων. Μαζί και με τα λουκάνικά του, θα αρκούσε για όλες τις μέρες των γιορτών. Από το λίπος του κάναμε τις τσιγαρίδες που γινόταν από το τηγάνισμα του λίπους του. Ξεχωριστά ήταν και τα λουρίδια . Ήταν λωρίδες κρέατος, βουτηγμένες σε καλαμποκίσιο αλεύρι. Τα οποία κρεμούσαν σε ψηλά σημεία. Αυτά διατηρούνταν πάνω από ενάμισι ή δύο μήνες. Επίσης, ένα τμήμα του χοιρινού αφού το έβραζαν ή το τηγάνιζαν το έβαζαν στο λίπος των τσιγαρίδων μέσα σε δοχεία ξύλινα ή σε τενεκέδες και έτσι εξασφάλιζαν κρέας, για όλους τους μήνες του χειμώνα. Ξεχωριστά ήταν και τα λουκάνικα, που τα έφτιαχναν και τα συντηρούσαν κρεμασμένα πάνω στα ξύλα των στεγών. Πολλές φορές μέναμε με τη λαχτάρα, δεν τα φάγαμε γιατί μας προλάβαιναν οι γάτες. Αν τα εντόπιζαν, δεν άφηναν τίποτε. Από γλυκά των ημερών, οι νοικοκυρές έφτιαχναν κουραμπιέδες κυρίως , κουλούρια και μπακλαβά. Τα έκρυβαν όμως μέσα στα μπαούλα, γιατί εάν τα βρίσκαμε, δεν έμενε τίποτε. Ούτε για κέρασμα…
Ο κ. Χρήστος Καπερώνης ολοκληρώνει την νοσταλγική του αφήγηση, με μία σημερινή εικόνα των ορεινών χωριών της Άρτας.
«Αυτά τα Χριστούγεννα έχουμε χάσει σήμερα. Τα χωριά μας, λόγω αστυφιλίας και έλλειψης στοιχειωδών συνθηκών ζωής, σιγά -σιγά φυλλορρόησαν, μαράζωσαν και ερήμωσαν. Οι εκκλησίες άδειες ή κλειστές, τα καφενεία του χωριού έρημα και σφαλιστά. Γυρεύεις στην ερημιά τους, τα σβηστά σημάδια του χρόνου. Οι σημερινοί λιγοστοί κάτοικοι, προσπαθούν να ζήσουν εκείνο το κλίμα των ημερών , μιμούμενοι τους αστούς των πόλεων με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια στα σπίτι ή στις πλατείες, προσπαθώντας να αναβιώσουν τη χριστουγεννιάτικη θαλπωρή, εκείνων των εποχών. Μάταια όμως. Θέμα χρόνου να εκλείψουν και αυτά παντελώς».
Μαίρη Τζώρα