H Ελλάδα που βιώνει σήμερα τον ξεπεσμό,
στα παλιά τα χρόνια ήταν πρώτη σε πολιτισμό.
Εις το πνεύμα και στσι τέχνες, εκρατούσε τη σκυτάλη,
κι ήταν για πολλούς αιώνες, Γηραιάς Ηπείρου φάλι.
Ποιητές και φιλοσόφους, τότ’ ανέδειξε πολλούς
κι αρχιτέκτονες μεγάλους και μηχανικούς καλούς.
Καλλικράτη και Ικτίνο, θ’ αναφέρ’ ονόματα,
Περικλή που ανεβάσαν, πάνω σ’ αετώματα.
Στης Ακρόπολης το βράχο, Παρθενώνα στήσανε,
κάποια μάρμαρα οι Τούρκοι, σ’ Άγγλους εδωρίσανε.
Ο Ναός του Ποσειδώνος που αιώνες θε να ζήσει
κι ο Ερμής του Πραξιτέλους, που ‘χει όνομα αφήσει.
Νόμους είχανε θεσπίσει, σε Αθήνα και σε Σπάρτη,
Σόλωνας και ο Λυκούργος, καθεις για δική του πάρτη.
Το Σωκράτη να διαβάσει, Πλάτωνα κι Αριστοτέλη
κορυφαίους φιλοσόφους, να γνωρίσει όποιος θέλει.
Όμηρος την Ιλιάδα και Οδύσσεια μαζί,
έγραψε που θα υπάρχει, όσ’ ο κόσμος μας θα ζει.
Αχιλλέας παλικάρι, φίλος Πάτροκλου στενός,
που επέσανε στην Τροία, δύο έναντι ενός.
Οδυσσέας στην Ιθάκη, άφησε την Πηνελόπη
που μνηστήρες εζητούσαν κι αυτή χάλουνε… το τόπι.
Ώσπου γύρισε μια μέρα, του Τηλέμαχ’ ο πατέρας,
έγινε σφαγή μεγάλη, μα ‘χε αίσιο το πέρας.
Μεγαλέξανδρος στα βάθη, της Ασίας είχε φθάσει,
πιο μεγάλος οδοιπόρος, εις την Οικουμένη πάση.
Πρώτα στη Μικρά Ασία κόβει Γόρδιο Δεσμό
και βαδίζει για Ινδία, αφού πήρε το χρησμό.
Άλογό του έχει πάντα, το γνωστό τον Βουκεφάλα
που με κείνον αναβάτη, είχε διαφορά ‘πό τ’ άλλα.
Σε αυτούς μονάχα μένω, τους Αρχαίους Ελληνάρες
και για τωρινούς θα είπω, άρες -μάρες κουκουνάρες.
Εις τα τελευταία χρόνια, μας εκάνανε ρεζίλι
και δεχόμαστ’ από ξένους, κάθε τόσο και σκαμπίλι.
Από πρώτη η Ελλάδα, έχει μείνει τελευταία
και απ’ όλους θεωρείται, εντελώς αμελητέα.
Μα οι Έλληνες νομίζω, πως θα κάμουνε τα πάντα,
για να έρθει μια ημέρα, να μοσχοβολά λεβάντα.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων