Είναι ετούτη η γλώσσα που τη μιλούν όλοι.
Είναι ετούτη η όρεξη που τη βρίσκουν όλοι.
Είναι ετούτη η συνύπαρξη που τη μπορούν όλοι.
Είναι ετούτη η ξενοιασιά που την θέλουν όλοι.
Είναι ετούτη η ευτυχία που την ψάχνουμε όλοι.
Είναι ετούτη η ελευτερία που την επιθυμούμε όλοι.
Είναι αυτή η καλή πρόθεση, η καλή καρδιά, η ανοιχτή σκέψη κι η αληθινή, αμπογιάντιστη αγάπη για το διπλανό, που δεν τη γνωρίζουν, δεν την έχουν γευτεί και λένε δεν τη μπορούν, γιατί δεν το θέλουν να τη μπορούν, οι πιο πολλοί από μας, φίλοι μου αγαπημένοι!
Εδώ, στο μικρούτσικο, το ακριτικό Σφηναράκι που λες, μαζωχτήκαμε καμιά τριανταριά νοματαίοι, Γάλλοι, Γερμανοί κι Έλληνες, ντόπιοι ή ξενοχωρίτες, μικροί και μεγάλοι, ανοίξαμε τσι καρδιές μας, αφήκαμε σπίτι τη μιζέρια που μας δέρνει και τα πολυμούτσουνα συφέροντα, ξεχάσαμε τα πρέπει και δεν πρέπει, βγάλαμε ψίχουλα από το βαλάντι μας το πολυχτυπημένο, γενήκαμε όλοι μια ψυχή, ένας άθρωπος και διασκεδάσαμε.
Γιατί, μη θαρρείς, δε θέλει πολύ να περάσεις όμορφα, ανέμελα, να γελάσεις, να αστειευτείς, να πεις την καλή κουβέντα και το ανέκδοτο, που λένε ψυχολόγοι και παθολόγοι πως ούλα τούτα αξίζουν πιότερο από τα βλαβερά πολλές φορές φάρμακα, μαντζούνια κι αντιβιοτικά.
Η δωδεκάχρονη, ανοιχτόκαρδη και πολυδιάστατη κόρη των Παριζιάνων Τζακί και Λώρας, που βαφτίστηκε Ορθόδοξη και με καμάρι φέρει το όνομα Μαρία, έκλεινε τα δώδεκα κι έμπαινε στα δεκατρία και θελήσανε να το γιορτάσουμε όλοι μαζί. Να δώσουμε ένα άλλο γιορταστικό χρώμα στη μικρή μας κοινωνία.
Και νάσου η Λένα η Στερεοελαδίτισσα που παράτησε με τον Ισίδωρο και το γιο τους, ολόκληρο παλικάρι, την Αθήνα για να μένουν στο λεβεντονήσι μας εδώ και πέντε χρόνια, ξεφύτρωσε από το πουθενά ένα ακορντεόν, το πέρασε στα μπράτσα, ακούστηκαν οι πρώτες νότες, αρρώστια κολλητική ήτανε, μπορεί και προσυνεννόηση, έφερε κι ο γιος της ο Δημήτρης την κιθάρα, και δώστου «το γελεκάκι που φορείς …» κι άλλα κλασσικά που ποτέ δεν παλιώνουν, μηδέ και ξεχνιούνται, πλημμύρισε η ψαροταβέρνα του Φειδία νότες, μεράκι, καημό, νόστο και ρίγη συγκίνησης, ξαπλώθηκε το κέφι, γίνηκε χορός, παλαμάκια κι ευτυχία αβάσταχτη!
Πολλή ευτυχία φίλοι μου αγαπημένοι, που την έχουμε στη χούφτα μας μα δεν ανοίγουμε τα δάχτυλά μας, μια χαραμάδα, λίγες σταλαματιές να βρέξουν το ακροκάρδι μας, να γελάσουμε, να ξεχάσουμε τα εφήμερα και τις μικρότητές μας.
Γινήκαμε, που λες, ένα σμάρι, μια φαμίλια, πρωτόγονοι, που ζούσαν και γελούσαν με το τίποτα.
Γιατί, ναι, τίποτα δεν θέλει ο θνητός να σάξει τη ζωή του. Μόναχα θέληση κι άπλετο φως του φεγγαριού στο παναθύρι της καρδιάς του.
Κι έβλεπες, μικροί και μεγάλοι, να παίζουν με τα μπαλόνια, ξεχαστήκαμε, βάλαμε κοντά παντελονάκια, όπως τότε που παίζαμε πετράδια και τη μακριά γαϊδούρα και στήσαμε το παλάτι του μικρόκοσμου. Κι είναι μεγάλο πράμα, άθρωπέ μου, να μπορείς, να θέλεις να μπορείς, να γίνεσαι παιδί. Δε χωράνε τότε σου συφέροντα, καπελώματα, μίση, έχθρητες, μελαγχολίες και ώω Θεέ μου, αυτοκτονίες!
Είναι τόσο όμορφη η ζωή, ακόμα και χωρίς λεφτά.
Κι η Μαρία με τα ελάχιστα ελληνικά της, κι ο Τζακή με τα ακόμα πιο λίγα, κι η Γερμανίδα με την όποια στεριανή κουλτούρα, σεκοντάρανε τη Φωτεινή που άρχισε γλυκομέλωδο τραγούδι «τα τραίνα που φύγαν, αγάπες…» και όλοι, μα όλοι, γλεντούσαμε και νιώθαμε σαν το ζωγράφο στη Σάντα Μπάρμπαρα που όταν χορέψαμε δυο κουζουλοκρητικοί συρτάκι, σήκωσε τα χέρια αψηλά, κι αναφώνησε:
-Κάνε με Θεέ μου για πεντακόσια χρόνια Κρητικό!
Και τούτη η σημαδιακιά για το ξεχασμένο Σφηναράκι μας μέρα κόντευε να τελέψει όταν φανήκανε τούρτες στο μακρύ τραπέζι με πιατάκια, κουταλάκια, ποτηράκια και τα κεράκια δώδεκα, που με την πρώτη τα έσβησε η Μαρία για να εισπράξει πριμαντόνας τα χειροκροτήματα και σε τρεις γλώσσες, το
«Να ζήσεις Μαρία και Χρόνια πολλά γριούλα να γίνεις…» ανάκατα με ένα πανζουρλισμό και μπαλόνια να σπάνε αντί για μπαλωθιές, σφυρίγματα γιορταστικά, γέλια απολαυστικά κι ευτυχία μπόλικια,… φίλοι μου αγαπημένοι.
* gkamvysellis@yahoo.gr